-
1 σύ-σκιος
-
2 σύσκιος
σύ-σκιος, ganz umschattet, bedeckt; τὸ σύσκιον, das Schattige, der Schatten
См. также в других словарях:
σύσκιον — σύσκιος closely shaded masc/fem acc sg σύσκιος closely shaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek
σύσκιος — α, ο / σύσκιος, ον, Α 1. αυτός που περιβάλλεται από παντού από σκιά («ἐν τοῑς συσκίοις ἄλσεσιν», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το σύσκιο(ν) τόπος πυκνά σκιασμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. πυκνή σκιά («τοῡ τε ἄγνού τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον»,… … Dictionary of Greek