-
1 σύμμαχος
1) příbuzný2) spojenecký3) spojený4) spřízněný
См. также в других словарях:
Σύμμαχος — fighting along with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχος — fighting along with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… … Dictionary of Greek
σύμμαχος — η, ο 1. συμμαχητής, συμπαραστάτης. 2. αυτός που συνδέεται με συμμαχία με κάποιον: Τα σύμμαχα κράτη δε θέλησαν να εμποδίσουν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύμμαχος, Κόιντος Αυρήλιος — (Symmachus). Ρωμαίος αριστοκρατικής καταγωγής (345 405 μ.Χ.). Διετέλεσε νομάρχης της Ρώμης το 384. Ήταν ρήτορας, που ο Μικρόβιος μνημονεύει την ευγλωττία του. Ο γιος του συγκέντρωσε τις επιστολές του σε δέκα βιβλία. Τα πρώτα εννιά αποτελούνται… … Dictionary of Greek
Ξύμμαχος — Σύμμαχος , Σύμμαχος fighting along with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμμαχος — σύμμαχος , σύμμαχος fighting along with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συμμάχω — Σύμμαχος fighting along with masc nom/voc/acc dual Σύμμαχος fighting along with masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάχω — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάχως — σύμμαχος fighting along with adverbial σύμμαχος fighting along with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμαχον — σύμμαχος fighting along with masc/fem acc sg σύμμαχος fighting along with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)