-
1 σίραιον
-
2 σίραιον
См. также в других словарях:
σίραιον — new wine boiled down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίραιον — τὸ, Α βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)] … Dictionary of Greek
σιραίοιο — σίραιον new wine boiled down neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιραίου — σίραιον new wine boiled down neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιραίῳ — σίραιον new wine boiled down neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίραια — σίραιον new wine boiled down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίραιος — και σίρινος, ὁ, ΜΑ φρ. «σίραιος οἶνος» το σίραιον* … Dictionary of Greek