-
1 yavaşça
σιγά, σιγανά. αργούτσικα -
2 Silence
subs.P. and V. σιγή, ἡ, σιωπή, ἡ.Abstinence from ill-omened words: P. and V. εὐφημία, ἡ.In silence: P. and V. σιγῇ, σιωπῇ, V. σῖγα.Keep silence: P. and V. σιγᾶν, σιωπᾶν, διασιωπᾶν (Xen.), V. σιγὴν ἔχειν, σῖγα ἔχειν, σιγὴν παρέχειν, P. κατασιωπᾶν.If need be I will keep silence on these matters: V. σιγὴν γὰρ, εἰ χρὴ, τῶνδε θήσομαι πέρι (Eur., Med. 66).Proclaim silence through the host: V. σῖγα κηρῦξαι στρατῷ (Eur., Phoen. 1224).The signal for silence was given by the trumpet: P. τῇ σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη (Thuc. 6, 32).His silence gives consent: V. φησὶν σιωπῶν (Eur., Or. 1592); see Consent.Break silence: P. and V. ῥηγνύναι φωνήν, V. ῥηγνύναι αὐδήν.——————interj.Abstain from evil words: P. and V. εὐφήμει.——————v. trans.P. κατασιωπᾶν (Xen.).Make to cease: P. and V. παύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Silence
-
3 мало-помалу
-
4 понемногу
понемногу 1) λίγο λίγο 2) (постепенно) σιγά σιγά, αγάλια αγάλια* * *1) λίγο λίγο2) ( постепенно) σιγά σιγά, αγάλια αγάλια -
5 постепенно
-
6 тихо
-
7 тихо
тихо1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:\тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·2. нареч (спокойно) ήσυχα:\тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη. -
8 медленно
-
9 торопить
-
10 торопиться
βιάζομαι, σπεύδωне торопи́тесь — μη βιάζεστε
не торопя́сь — σιγά σιγά
-
11 постепенио
постепени||онареч σιγά σιγά, βαθμηδόν, βαθμιαίως [-α], ὁλίγον κατ· ὁλίγον:делать что́-л. \постепенио κάμνω κάτι βαθμηδόν. -
12 потихоньку
потихонькунареч разг1. (медленно) σιγά σιγά, ἀργά, ήρεμα, ἀγαλια ἀγάλια·2. (тихо) ἀθόρυβα, σιωπηλά·3. (тайком) λαθραία, στά κρυφά. -
13 устраивать
устраива||тьнесов1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:\устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:\устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:\устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά. -
14 by and by
(after a short time: By and by, everyone went home.) σιγά-σιγά -
15 ease
[i:z] 1. noun1) (freedom from pain or from worry or hard work: a lifetime of ease.) άνεση2) (freedom from difficulty: He passed his exam with ease.) ευκολία3) (naturalness: ease of manner.) φυσικότητα2. verb1) (to free from pain, trouble or anxiety: A hot bath eased his tired limbs.) ξαλαφρώνω2) ((often with off) to make or become less strong, less severe, less fast etc: The pain has eased (off); The driver eased off as he approached the town.) χαλαρώνω3) (to move (something heavy or awkward) gently or gradually in or out of position: They eased the wardrobe carefully up the narrow staircase.) μετακινώ σιγά-σιγά•- easily- easiness
- easy 3. interjection(a command to go or act gently: Easy! You'll fall if you run too fast.) με το μαλακό!- easy-going
- at ease
- easier said than done
- go easy on
- stand at ease
- take it easy
- take one's ease -
16 edge
[e‹] 1. noun1) (the part farthest from the middle of something; a border: Don't put that cup so near the edge of the table - it will fall off; the edge of the lake; the water's edge.) άκρη2) (the cutting side of something sharp, eg a knife or weapon: the edge of the sword.) κόψη3) (keenness; sharpness: The chocolate took the edge off his hunger.) ένταση,δριμύτητα2. verb1) (to form a border to: a handkerchief edged with lace.) πλαισιώνω,ρελιάζω2) (to move or push little by little: He edged his chair nearer to her; She edged her way through the crowd.) σπρώχνω,προχωρώ σιγά-σιγά•- edging- edgy
- edgily
- edginess
- have the edge on/over
- on edge -
17 merge
[mə:‹]1) (to (cause to) combine or join: The sea and sky appear to merge at the horizon.) συγχωνεύω/-ομαι2) ((with into) to change gradually into something else: Summer slowly merged into autumn.) μεταβάλλομαι σιγά-σιγά3) ((with into etc) to disappear into (eg a crowd, back-ground etc): He merged into the crowd.) γίνομαι ένα με,χάνομαι μέσα•- merger -
18 мало-помалу
[μαλα-παμάλου] επίρ. σιγά-σιγά, λίγο-λίγο -
19 мало-помалу
[μαλα-παμάλου] επίρ σιγά-σιγά, λίγο-λίγο -
20 мука
-и θ.βάσανο, μαρτύριο, αγωνία, άγχος•επιθανάτια αγωνία•-и ревности το βάσανο της ζήλειας•
-и голода το μαρτύριο της πείνας•
-и ожидания η αγωνία αναμονής•
- и ада παλ. τα μαρτύρια της κόλασης•
вечные -и αιώνια βάσανα.
II-и θ. αλεύρι, άλευρο•пшеничная το σιτάλευρο•
кукурузная мука καλαμποκάλευρο, αραβοσιτάλευρο•
ржаная мука σικαλίσιο αλεύρι ή βριζάλευρο•
ячменная мука κριθάλευρο•
картофельная мука πατατάλευρο•
костяная мука οστεάλευρο.
|| σκόνη•мраморная мука μαρμαρόσκονη.
εκφρ.перемелется мука будет – σιγά-σιγά όλα θα γίνουν ή αγάλια-αγάλια γίνετ η αγουρίδα μέλι.
См. также в других словарях:
σῖγα — silently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγά — επίρρ. τροπ. 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα: Μιλούσε τόσο σιγά που δεν τον άκουγε κανένας. 2. με βραδύτητα: Το πλοίο πήγαινε πολύ σιγά και αργήσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. 3. «σιγά σιγά», λίγο λίγο: Σιγά σιγά πέτυχε αυτό που ήθελε. 4. «σιγά!»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίγα — Α 1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.) β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.) 2. (ως επιφών.) σιωπή! [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι … Dictionary of Greek
σιγά — (I) Ν επίρρ. 1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά») 2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς») 3. φρ. «σιγά σιγά» α) σταδιακά β) με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά]. (II) ἡ, Α (δωρ … Dictionary of Greek
σιγᾶ — σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres subj act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres ind act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάζω bid fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγᾷ — σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάζω bid fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγά — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγα — σί̱γᾱ , σῖγος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σί̱γᾱ , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg σί̱γᾱ , σιγάω keep silence imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῖγ' — σῖγα , σῖγα silently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek