-
1 колыхание
-я ουδ.κούνημα, σάλευμα• ανέμισμα• κυμάτισμα.
См. также в других словарях:
σάλευμα — oscillation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλευμα — το, ΝΑ, και σάλεμα Ν [σαλεύω] 1. μικρή μετακίνηση, μετατόπιση 2. απώλεια τής ισορροπίας ενός πράγματος από φυσικά ή τεχνητά αίτια, ταλάντευση, λίκνισμα νεοελλ. μτφ. απώλεια τού λογικού ειρμού τών σκέψεων, παραφροσύνη, τρέλα αρχ. ασταθής κίνηση,… … Dictionary of Greek
σάλεμα — το, Ν βλ. σάλευμα … Dictionary of Greek
σαλευομένως — Α επίρρ. 1. με αστάθεια, με σάλευμα 2. (κατ επέκτ.) με αμφιβολία, χωρίς βεβαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλευόμενος, μτχ. τού σαλεύομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek