-
1 σάκ(κ)ος
σάκ(κ)ος οсаккос – облачение епископа. Саккос близок к стихарю, но короче его и украшен звонцами. Означает одежду печали и смирения (Иер. 48; Лк. 10, 13). Звонцы саккоса означают благословение слова Божия, исходящее из уст епископаЭтим.< дргр. σακ(κ)ος, семитское заимствование, возможно из финикийского языка, евр. saq, аккад. saqqu «ткань, мешок, вретище, рубище» -
2 σακ(κ)ί
το мешок (тж. содержимое);ένα σακ(κ)ί αλεύρι — мешок мука;
§ τον έχω στο σακ(κ)ί — он у меня в руках;
βάζω κά-ποιον στο σακ(κ)ί — обдурить, обмануть кого-л.;
αγοράζω γουρούνι στο σακ(κ)ί — покупать кота в мешке;
δεν κρύβεται η βελόνα στο σακ(κ)ί — погов, шила в мешке не утаишь
-
3 σακ(κ)ί
το мешок (тж. содержимое);ένα σακ(κ)ί αλεύρι — мешок мука;
§ τον έχω στο σακ(κ)ί — он у меня в руках;
βάζω κά-ποιον στο σακ(κ)ί — обдурить, обмануть кого-л.;
αγοράζω γουρούνι στο σακ(κ)ί — покупать кота в мешке;
δεν κρύβεται η βελόνα στο σακ(κ)ί — погов, шила в мешке не утаишь
-
4 σάκ(κ)ος
ο1) мешок; сумка;ταχυδρομικός σάκ(κ)ος — почтовая сумка;
2) мешок, содержимое мешка;3) церк, саккос; 4) пиджак; сюртук;§ θα σού δείξω πόσ' απίδια βάζει ο σάκ(κ)ος! — я тебе покажу, где раки зимуют!
-
5 σάκ(κ)ος
ο1) мешок; сумка;ταχυδρομικός σάκ(κ)ος — почтовая сумка;
2) мешок, содержимое мешка;3) церк, саккос; 4) пиджак; сюртук;§ θα σού δείξω πόσ' απίδια βάζει ο σάκ(κ)ος! — я тебе покажу, где раки зимуют!
-
6 σακ(κ)ιά
η мешок (мера) -
7 σακ(κ)ιά
η мешок (мера) -
8 σακ'
σακέ, σακόςmasc voc sgσᾱκέ, σηκόςpen: masc voc sg (doric) -
9 σάκ-ανδρος
σάκ-ανδρος, ὁ, die weibliche Schaam, kom. Ausdruck des Ar., Lys. 824.
-
10 σακ(κ)ούλα
η1) мешочек; кулёк, пакет; 2) кошелёк;§ κρατάει ( — или βαστάει, βροντάει) η σακ(κ)ούλα του — у него деньги водятся;
κάμε καινούργια σακ(κ)ούλα να τα βάλεις! — держи карман шире!
-
11 σακ(κ)ούλα
η1) мешочек; кулёк, пакет; 2) кошелёк;§ κρατάει ( — или βαστάει, βροντάει) η σακ(κ)ούλα του — у него деньги водятся;
κάμε καινούργια σακ(κ)ούλα να τα βάλεις! — держи карман шире!
-
12 σακ(κ)άκι
το пиджак;σταυρωτό (μονόπετο) σακ(κ)άκι — двубортный (однобортный) пиджак
-
13 σακ(κ)ίδιο(ν)
1) вещевой мешок, рюкзак; ранец;2):σακ(κ)ίδιο(ν) (κυρίας) — дамская сумочка
-
14 σακ(κ)ίδιο(ν)
1) вещевой мешок, рюкзак; ранец;2):σακ(κ)ίδιο(ν) (κυρίας) — дамская сумочка
-
15 σακ(κ)άκι
το пиджак;σταυρωτό (μονόπετο) σακ(κ)άκι — двубортный (однобортный) пиджак
-
16 σακ(κ)ίδιο(ν)
1) вещевой мешок, рюкзак; ранец;2):σακ(κ)ίδιο(ν) (κυρίας) — дамская сумочка
-
17 σακ(κ)ίδιο(ν)
1) вещевой мешок, рюкзак; ранец;2):σακ(κ)ίδιο(ν) (κυρίας) — дамская сумочка
-
18 σακ(κ)οβελόνη
см. σακ(κ)ορ(ρ)άφα -
19 σακ(κ)ολέβα
η1) см. σακ(κ)ολαίφη; 2) небольшое парусное судно -
20 σακ(κ)ουλήσιος
α, ο содержащийся в мешке, кульке, пакете;σακ(κ)ουλήσιό γιαούρτι — простокваша в пакете
См. также в других словарях:
σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] … Dictionary of Greek
σακ(κ)οπήρα — η / σακκοπήρα, ΝΜΑ οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»] … Dictionary of Greek
σακ(κ)οφορώ — έω, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. φορώ τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής 2. είμαι αχθοφόρος … Dictionary of Greek
σακ' — σακέ , σακός masc voc sg σᾱκέ , σηκός pen masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Sigma Alpha Kappa — Infobox Fraternity | name= Sigma Alpha Kappa letters = ΣΑΚ crest = motto = Building Leaders with strong minds, strong bodies, and strong character colors = Royal Purple, Black, and White flower = White Carnation birthplace = Loyola University New … Wikipedia
σακολέβα — η / σαγολέβα, ΝΜ, και σακ(κ)ολαίφη Ν ναυτ. 1. ιστίο τραπεζοειδούς σχήματος μικρού πλοίου, αλλ. λοίπαδος 2. τύπος μικρού οξύπρυμνου πλοιαρίου που έχει παρόμοιο ιστίο 3. ο συστολέας τού επιδρόμου, κν. μεσουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγος «μάλλινο χοντρό… … Dictionary of Greek
σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
List of social fraternities and sororities — Social or general fraternities and sororities, in the North American fraternity system, are those that do not promote a particular profession (as professional fraternities are) or discipline (such as service fraternities and sororities). Instead … Wikipedia
Athanássios Príttas — Sákis Príttas Pas d image ? Cliquez ici. Situation actuelle Club actuel … Wikipédia en Français
καμπουλάκι — καμπουλάκι, τὸ (Μ) κοιλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ουλ άκι, πρβλ. αβγ ουλ άκι, σακ ουλ άκι] … Dictionary of Greek