-
61 корпоративныйация
корпоративный||ацияж τό σωμα-τεῖο[ν], ἡ συντεχνία. -
62 облегать
облег||атьнесов (об одежде) ἐφαρμόζω, πέφτω ἐφαρμοστά:это платье хорошо \облегатьает фигуру αὐτό τό φόρεμα ἐφαρμόζει καλά στό σῶμα -
63 обтяжка
обтя||жкаж:в \обтяжкажку (об одежде) κολλητός, ἐφαρμοστός (πάνω στό σῶμα). -
64 поеторонний
поеторонн||ий1. прил ξένος, ἀλλότριος:\поетороннийее тело ξένο σώμα· \поеторонний шум ὁ ἐπιπρόσθετος θόρυβος·2. м ὁ ξένος:\поетороннийим вход воспрещен ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος στους μή Εχοντας ἐργασίαν. -
65 профессура
професс||у́раж1. (должность) ἡ καθηγεσία, ἡ θέση τοῦ καθηγητή·2. собир. οἱ καθηγητές, τό σώμα τῶν καθηγητών. -
66 профсоюз
профсоюзм (профессиональный союз) τό συνδικάτο[ν], τό ἐπαγγελματικό σωμα-τεῖο[ν]:Всемирная Федерация профсоюзов ἡ Παγκόσμια συνδικαλιστική ὁμοσπονδία [ΠΣΟ]. -
67 радиатор
радиаторм1. (автомобиля) τό ψυγεΐ-ο[ν], ὁ ραντιατέρ·2. (центрального отопления) τό σώμα τοῦ καλοριφέρ. -
68 сложение
сложени||ес ι. мат п πρόσθεση [-ις]·2. (тела) ἡ κράση, τό σκαρί, τό σώμα:крепкого \сложениея εὔρωστος, γεροδεμένος. -
69 татуировать
татуир||оватьсов и несов διασχίζω τό σώμα, κάνω δερματοστιξία, κάνω τατουάζ. -
70 твердый
тверд||ыйприл1. στερεός (в противоп. жидкому)/ σκληρός (в противоп. мягкому):\твердыйое тело τό στερεό σώμα·2. перен σταθερός:\твердыйый шаг τό σταθερό (или τό σίγουρο) βήμα· \твердыйая воля ἡ σταθερή θέληση· \твердыйое решение ἡ ὁριστική ἀπόφαση· \твердыйые цены οἱ σταθερές τιμές· \твердыйые знания οἱ γερές γνώσεις· он не тверд в греческом εἶναι ἀδύνατος στά ἐλληνικά·3. лингв.:\твердыйый согласный τα σκληρά σύμφωνα. -
71 телосложение
телосложениес ἡ σωματική διάπλαση:крепкое \телосложение τό εὐρωστο σῶμα -
72 фигура
фигураж1. (человека) τό σώμα, ἡ κορμοστασιά, τό παράστημα:у него хорошая \фигура ἔχει καλό παράστημα· стройная \фигура ἡ λυγερή κορμοστασιά·2. перен τό πρόσωπο[ν]:крупная \фигура τό σπουδαίο πρόσωπο· жалкая \фигура τό ἀξιολύπητο πρόσωπο·3. мат, лит. τό σχήμα:геометрическая \фигура τό γεωμετρικό σχήμα· риторическая \фигура τό ρητορικό σχήμα·4. шахм. τό πιόνι, ὁ πεσσός·5. (в спорте, в танцах) ἡ φιγούρα·6. (скульптура) τό ἄγαλμα:мраморная \фигура τό μαρμάρινο ἄγαλμα· ◊ \фигура высшего пилотажа οἱ ἀκροβατικές ἀεροπορικές ἀσκήσεις. -
73 чужеродный
чужеродн||ыйприл ξένος, ἀλλότριος:\чужеродныйое тело τό ξένο σώμα. -
74 экспедиционный
экспедиционныйприл1. τής ἀποστολής:\экспедиционный корпус τό ἐκστρατευτικό σώμα·2. (о корреспонденции) τής διεκπεραίωσης. -
75 корпус
[κόρπους] ουσ. α. σώμα -
76 тело
[τιέλα] ουσ. ο. σώμα -
77 фигура
[φιγκούρα] ουσ. θ. σώμα -
78 корпус
[κόρπους] ουσ α σώμα -
79 тело
[τιέλα] ουσ ο σώμα -
80 фигура
[φιγκούρα] ουσ θ σώμα
См. также в других словарях:
σῶμα — body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα … Dictionary of Greek
Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… … Dictionary of Greek
μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… … Dictionary of Greek
Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… … Dictionary of Greek
Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder … Deutsch Wikipedia