Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σώζω

  • 21 цена

    -ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.
    1. τιμή, τίμημα, αξία•

    цена товара η τιμή του εμπορεύματος•

    государственная цена κρατική τιμή•

    цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•

    снижение цен πτώση των τιμών•

    тврдая цена σταθερή τιμή.

    2. εκτίμηση.
    3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•

    спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.

    || -ой χάρη, αντί•

    добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•

    занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.

    || μτφ. σημασία•

    жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•

    какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;

    εκφρ.
    в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•
    этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•
    любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•
    - ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας.

    Большой русско-греческий словарь > цена

  • 22 шкура

    θ.
    1. δέρμα ζώου. || δορά, τομάρι.
    2. φλούδα, φλοιός• πέτσα•

    шкура апельсина η πορτοκαλόφλουδα.

    3. (απλ.) δέρμα ανθρώπινο.
    4. μτφ. ζωή, ύπαρξη•

    он дрожит за свою.(собственную) -у τρέμει (φοβάται πολύ) για το τομάρι του•

    спасать свою -у σώζω το τομάρι μου.

    εκφρ.
    шкура барабанная – (απλ.). α) σακαράκας, χαντζάρας (για στρατιωτικό), β) τομάρι (ύβρη)•
    быть очутить(ся) в чьей -е – είμαι, βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον•
    влезть (попасть) в чью -у – περιέρχομαι, περιπίπτω στην ίδια κατάσταση με κάποιον•
    испытать на своей (собственной) -е – δοκιμάζω κάτι στην ίδια μου την καμπούρα.

    Большой русско-греческий словарь > шкура

См. также в других словарях:

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • σῴζω — σώζω pres subj act 1st sg σώζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώζω — pres subj act 1st sg σώζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώζω — σώζω, έσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σώζω — και σώνω έσωσα, σώθηκα, σωσμένος 1. διατηρώ: Σώθηκαν ακέραια τα αγάλματα αυτά. 2. γλιτώνω κάποιον: Με έσωσε από βέβαιο θάνατο. 3. τελειώνω: Σώθηκε το λάδι. 4. προφταίνω: Να μη σώσεις να δεις προκοπή. 5. φρ., «Σώνει και καλά», με το ζόρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σέσωσθε — σώζω perf imperat mp 2nd pl σώζω perf ind mp 2nd pl σώζω perf imperat mp 2nd pl σώζω perf ind mp 2nd pl σώζω plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) σώζω plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῴζετον — σώζω pres imperat act 2nd dual σώζω pres ind act 3rd dual σώζω pres ind act 2nd dual σώζω imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῶζον — σώζω pres part act masc voc sg σώζω pres part act neut nom/voc/acc sg σώζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σώζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῷζον — σώζω pres part act masc voc sg σώζω pres part act neut nom/voc/acc sg σώζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σώζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσωμένα — σώζω perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσωμένᾱ , σώζω perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσωμένᾱ , σώζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσωσμένα — σώζω perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσωσμένᾱ , σώζω perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσωσμένᾱ , σώζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»