1 συρραγμα
Древнегреческо-русский словарь > συρραγμα
2 συρρηγμα
Древнегреческо-русский словарь > συρρηγμα
σύρραγμα — τὸ, Α [συρράσσω] σύγκρουση, συμπλοκή … Dictionary of Greek