-
1 σύνοιδα
σύν|οιδα знать за кем (особ. за собой); ≃сознавать -
2 ξυνοιδα
(pf. со знач. praes.; fut. συνείσομαι - реже συνειδήσω, ppf. συνῄδειν - атт. συνῄδη; inf. συνειδέναι; part. συνειδώς)1) вместе (с кем-л.), т.е. также (у)знать(τι Her., Thuc., Xen. и περί τινος Isocr.)
συνοίδαμεν ὑμῖν ἐοῦσι προθυμοτάτοισι Her. — мы сами знаем, что вы чрезвычайно усердны;σ. τινὴ χρηστόν τι Her. — знать о чьих-л. славных делах;τίνα σύνοισθά μοι καλουμέντῃ;Aesch. — кого, по-твоему, я звала;σύνοιδέ μοι, εἰ ἐπιορκῶ Xen. — он может засвидетельствовать, ложна ли моя клятва;θνῄσκοντι συνείσῃ μοι Soph. — ты будешь свидетелем моей кончины;συνειδυίας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ NT. — с ведома своей жены;συνιδόντες κατέφυγον NT. — узнав (об этом), они бежали2) сознавать(σ. ἐμαυτῷ ἐψευσμένος αὐτόν Xen.)
οὐ ξύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν Plat. — я не считаю себя мудрецом;ξυνῄδειν ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ Plat. — я сознавал, что ничего не знаю3) быть участником, сообщникомξ. τὸ πρᾶγμα ἐργασμένῳ Soph. — соучаствовать в исполнении - см. тж. συνειδός и συνειδώς
-
3 συνοιδα
(pf. со знач. praes.; fut. συνείσομαι - реже συνειδήσω, ppf. συνῄδειν - атт. συνῄδη; inf. συνειδέναι; part. συνειδώς)1) вместе (с кем-л.), т.е. также (у)знать(τι Her., Thuc., Xen. и περί τινος Isocr.)
συνοίδαμεν ὑμῖν ἐοῦσι προθυμοτάτοισι Her. — мы сами знаем, что вы чрезвычайно усердны;σ. τινὴ χρηστόν τι Her. — знать о чьих-л. славных делах;τίνα σύνοισθά μοι καλουμέντῃ;Aesch. — кого, по-твоему, я звала;σύνοιδέ μοι, εἰ ἐπιορκῶ Xen. — он может засвидетельствовать, ложна ли моя клятва;θνῄσκοντι συνείσῃ μοι Soph. — ты будешь свидетелем моей кончины;συνειδυίας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ NT. — с ведома своей жены;συνιδόντες κατέφυγον NT. — узнав (об этом), они бежали2) сознавать(σ. ἐμαυτῷ ἐψευσμένος αὐτόν Xen.)
οὐ ξύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν Plat. — я не считаю себя мудрецом;ξυνῄδειν ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ Plat. — я сознавал, что ничего не знаю3) быть участником, сообщникомξ. τὸ πρᾶγμα ἐργασμένῳ Soph. — соучаствовать в исполнении - см. тж. συνειδός и συνειδώς
См. также в других словарях:
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
ευσυνείδητος — η, ο (ΑΜ εὐσυνείδητος, ον) (για πράξη, εργασία κ.λπ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ευσυνειδησίας, που έχει γίνει με ευσυνειδησία, εντιμότητα και σοβαρότητα (α. «ευσυνείδητη εργασία» β. «εὐσυνείδητον πρᾱγμα») νεοελλ. εκείνος που έχει συνείδηση τών… … Dictionary of Greek
ευσυνειδότως — εὐσυνειδότως (Α) με πλήρη συνείδηση τής σημασίας, με απόλυτη κατανόηση τών νοημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. συν οιδώς, ότος τού σύν οιδα] … Dictionary of Greek
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… … Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek