-
1 συννομος
I21) пасущийся вместе, живущий стадами или стаями(ταῦροι Arst.)
πάνθ΄ ὅσα σύννομα Plat. — все, что живет общественной жизнью2) живущий вместе, неразлучный(τινι Luc.)
ἄταισι σ. Aesch. — связанный с погибелью, пагубный;λέοντε συννόμω Soph. — пара львов3) однородный, родственный(τέχναι, ἤθη Plat.)
IIὅ и ἥ1) участник, спутник(τῶν ὕμνων Arph.)
τῶν λέκτρων ξ. Aesch. — супруг(а);θαλάσσης σύννομοι Eur. — спутницы моря = Σκειρωνίδες πέτραι;σύννομοι νεφέων δρόμου Eur. — спутники облаков, т.е. быстролетные, как облака2) супруг(а) Soph., Plat., Arst.
См. также в других словарях:
σύννομοι — σύννομος feeding in herds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek