-
1 σύν-εσις
σύν-εσις, ἡ, eigtl. wie σύμβλησις, das Zusammentreffen, -fließen, die Vereinigung, ξύνεσις δύω ποταμῶν, Od. 10, 515. – Gew. übertr., Fassungskraft, Verstand, Einsicht; φρενῶν, Pind. N. 7, 60; εἰ τοῖς ἦν ξύνεσις, Eur. Herc. Fur. 655; ξύνεσιν ἢν ἔχων τύχῃ, I. A. 375; ἐνϑεὶς σύνεσιν, Suppl. 203; Her.; Thuc., u. sonst in Prosa: neben φρόνησις, Plat. Crat. 411 a; τῇ ξυνέσει ταύτῃ καὶ ἐπιστήμῃ, 437 b; Ggstz ἄγνοια, Rep. II, 376 b; also auch Wissen wovon, Kenntniß, Einsicht, σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον, Dem. 18, 127; οἱ περὶ τὴν σύνεσιν ταύτην, Arist. pol. 8, 7; von φρόνησις unterschieden, eth. 6, 11; Bewußtsein, Gewissen, Eur. Or. 398; Pol. 18, 26, 13; Hdn. 4, 7.
См. также в других словарях:
επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… … Dictionary of Greek