Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σύνδεσμος

  • 41 связка

    [σβγιάσκα] ουσ θ δέσμη, (ανατ) σύνδεσμος

    Русско-эллинский словарь > связка

  • 42 связной

    [σβιζνόϊ] επ (πολεμ) σύνδεσμος

    Русско-эллинский словарь > связной

  • 43 союз

    [σαγιούς] ουσ α (γραμ) σύνδεσμος

    Русско-эллинский словарь > союз

  • 44 вестовой

    επ.
    1. παλ. συνθηματικός• πληροφοριακός•
    2. ουα. στρατιώτης-σύνδεσμος αξιωματικού.

    Большой русско-греческий словарь > вестовой

  • 45 вольность

    θ.
    1. παλ. ελευθερία, ανεξαρτησία. || μτφ. άδεια•

    поэтическая вольность ποιητική άδεια, ελευθερία.

    2. οικειότητα, στενός σύνδεσμος.
    3. παλ. προνόμιο.

    Большой русско-греческий словарь > вольность

  • 46 замыкающий

    επ. από μτχ.
    (στρατ.) ουραγός -σύνδεσμος (τμημάτων φάλαγγας).

    Большой русско-греческий словарь > замыкающий

  • 47 зачем

    επίρ. κ. σύνδεσμος υποτακτικός-ερωτηματικός: γιατί, για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο, προς τί, για ποια αιτία, ποιος ο λόγος, ποιος ο σκοπός.

    Большой русско-греческий словарь > зачем

  • 48 и

    и 1
    ουδ.
    άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».
    и 2
    1. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•

    я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•

    я и ты εγώ και συ•

    отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•

    стыд и срам ντροπή και αίσχος•

    был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.

    2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•

    метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.

    3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•

    мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.

    4 αντιθετικός• όμως, αλλά•

    он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.

    5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•

    и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;

    6. μόριο• επίσης, το ίδιο•

    и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.

    || ακόμα•

    не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.

    7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•

    и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•

    и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!

    Большой русско-греческий словарь > и

  • 49 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 50 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 51 ординарец

    -рца α. σύνδεσμος αξιωματικού, ορντινάντσα.

    Большой русско-греческий словарь > ординарец

  • 52 отчего

    επίρ.
    1. (ερωτηματικό) γιατί; για ποια αιτία; για ποιο λόγο από τι;•

    отчего ты пличешь? από τι κλαις;•

    отчего она хромает? γιατί αυτή κουτσαίνει;

    2. (σύνδεσμος! υποτακτικός)• γιατί•

    я не знаю отчего она плачет δεν ξέρω γιατί αυτή κλαίει.

    Большой русско-греческий словарь > отчего

  • 53 офицер

    α.
    αξιωματικός•

    офицер генерального штаба αξιωματικός του γενικού επιτελείου•

    -флота αξιωματικός του ναυτικού•

    младший κατώτερος αξιωματικός•

    старший офицер ανώτερος αξιωματικός•

    офицер запаса έφεδρος αξιωματικός• —свизи αξιωματικός-σύνδεσμος•

    вахтенный αξιωματικός βάρδιας•

    дежурный офицер αξιωματικός υπηρεσίας•

    строевой офицер μάχιμος αξιωματικός•

    штабной офицер αξιωματικός επιτελείου.

    Большой русско-греческий словарь > офицер

  • 54 после

    επίρ. κ. πρόθ. μετά, έπειτα απο, ύστερα απο, κατόπιν•

    после уж будет поздно μετά πια θα είναι αργά•

    поговорим после θα μιλήσομε μετά•

    после обеда μετά το φαγητό•

    после смерти μετά θάνατο.

    εκφρ.
    после того как... – (σύνδεσμος υποτακτικός) αφού, άμα, όταν πια, σαν.

    Большой русско-греческий словарь > после

  • 55 присоединительный

    επ.
    1. συνδετικός, ενωτικός.
    2. (γραμμ.) συμπληρωματικός•

    -ые слова συμπληρωματικές λέξεις.

    (γραμμ.) συμπλεκτικός•

    присоединительный союз συμπλεκτικός σύνδεσμος.

    Большой русско-греческий словарь > присоединительный

  • 56 причём

    1. σύνδεσμος-
    επί πλέον, μαζί μ αυτό, κοντά σ αυτό.
    2. επίρ. γιατί, για ποιο λόγο ή σκοπό•

    причём он тут? γιατί αυτός είναι εδώ;•

    я здесь не причём εδώ εγώ δεν χρειάζομαι ή δεν έχω καμιά δουλειά εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > причём

  • 57 причинный

    επ., βρ: -чинен, -чинна, -чинно.
    1. αιτιώδης, αιτιατός•

    -ая связь явлений η αιτιώδης σχέση των φαινομένων ή αιτιοκρατία των φαινομένων.

    2. (γρα.μμ.) αιτιολογικός•причинныйые придаточные предложения δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις•

    причинный союз αιτιολογικός σύνδεσμος.

    3. ένοχος• συμμέτοχος•

    я (к) этому делу не -нен σ αυτή την υπόθεση είμαι αμέτοχος.

    Большой русско-греческий словарь > причинный

  • 58 противительный

    επ.:
    противительный союз (γραμμ.) αντιθετικός σύνδεσμος.

    Большой русско-греческий словарь > противительный

  • 59 пускай

    (μόριο κ. σύνδεσμος)•
    βλ. пусть.

    Большой русско-греческий словарь > пускай

  • 60 разделительный

    επ.
    διαχωριστικός•

    -ая черта διαχωριστική γραμμή•

    разделительный знак διαχωριστικό σημάδι.

    εκφρ.
    разделительный союз – (γραμμ.) διαζευκτικός σύνδεσμος.

    Большой русско-греческий словарь > разделительный

См. также в других словарях:

  • σύνδεσμος — that which binds together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — ο 1. (γραμμ.), μέρος του λόγου: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος. 2. ό,τι συνδέει δύο ή περισσότερα πράγματα: Στην Κατοχή ήταν σύνδεσμος ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. – Το Βυζάντιο θεωρείται σύνδεσμος του αρχαίου ελληνικού κόσμου με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… …   Dictionary of Greek

  • ξύνδεσμος — σύνδεσμος , σύνδεσμος that which binds together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέσμοις — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl σύνδεσμος that which binds together neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέσμοισιν — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl (epic ionic aeolic) σύνδεσμος that which binds together neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέσμων — σύνδεσμος that which binds together masc gen pl σύνδεσμος that which binds together neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπολις — Σύνδεσμος, στην αρχαιότητα, 4 πόλεων ή δήμων, πολιτικός ή θρησκευτικός. Οι σπουδαιότεροι ήταν: 1. Τ. η Αττική. Την Τ. αποτελούσαν οι δήμοι Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Τους ένωνε η κοινή λατρεία σε ναό του Ηρακλή. 2. Τ. η Δωρική …   Dictionary of Greek

  • φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… …   Dictionary of Greek

  • άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»