-
121 во...
Χρησιμοποιείται αντί του «в...» α) μπροστά από «Й», «ο»: войти, воодушевлять, β) μπροστά από δυο ή και περισσότερα σύμφωνα: вобрать, вогнать, водворить, вомну, воткнуть, γ) μπροστά από σύμφωνο, που το ακολουθεί «Ь»: волью, вошью. -
122 вос...
πρόθεμα αντί του воз...Χρησιμοποιείται μπροστά από τα άηχα σύμφωνα: воспеть, восходить. -
123 вс...
Χρησιμοποιείται αντί του «вз» μπροστά από άηχα σύμφωνα: вскипеть, вскружить, встревожить. -
124 гортанный
έπ.1. λαρυγγικός•-ые мышцы οι λαρυγγικοί μυώνες.
2. (γλωσ.) λαρυγγόφωνος•-ые согласные λαρυγγόφωνα σύμφωνα•
гортанный говор λαρυγγική ομιλία.
-
125 губной
επ.χειλικός, των χειλέων•губной ые мышцы μυώνες των χειλέων•
-ая помада πομάδα των χειλέων•
-ая краска κραγιόνι των χειλέων, κοκκινάδι.
|| χειλόφωνος•-ые согласные χειλόφωνα σύμφωνα.
-
126 действовать
-твую, -твуешь, μτχ. ενστ. действующий, ρ.δ.1. ενεργώ, δρω, πράττω•осторожно ενεργώ προσεκτικά (επιφυλαχτικά)•
действовать в тылу врага δρω στα μετώπισθεν του εχθρού•
действовать сообразно закону ενεργώ σύμφωνα με το νόμο•
действовать сообща ενεργώ από κοινού.
2. λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι•машина хорошо -ет η μηχανή καλά δουλεύει•
телефон не -ет το τηλέφωνο δε δουλεύει•
у меня не -ет правая рука δεν ορίζω το δεξί μου χέρι.
|| ισχύω μπαίνω σε ισχύ.3. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, εφαρμόζω•действовать ножом χρησιμοποιώ το μαχαίρι•
действовать убеждением, угрозами χρησιμοποιώ την πειθώ, τις απειλές•
действовать логтями σπρώχνω με τους αγκώνες, διαγκωνίζομαι.
4. επιδρώ,επενεργώ, έχω επιρροή• ισχύω•действовать на нервы επιδρώ στα νεύρα•
-ет новый закон ισχύει ο νέος νόμος.
|| κάνω εντύπωση•пафос оратора -л на аудиторию το πάθος του ρήτορα επιδρούσε στο ακροατήριο.
-
127 завещание
-я ουδ.διαθήκη•оставлять завещание αφήνω διαθήκη•
словесное завещание προφορική διαθήκη•
он умер без -я αυτός πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη•
по -го поста τη διαθήκη, σύμφωνα με τη διαθήκη.
-
128 звонкий
См. также в других словарях:
σύμφωνα — σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… … Dictionary of Greek
αθάνατο νερό — Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, είναι νερό θαυματουργό που η πόση του, ο ραντισμός ή το βάπτισμα σε αυτό κάνει τον άνθρωπο αθάνατο. Η παράδοση αυτή ανάγεται στην αρχαιότητα. Α.ν. ήταν το Στυγός ύδωρ του Άδη, εκεί όπου η Θέτιδα βάφτισε τον Αχιλλέα… … Dictionary of Greek
ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα … Dictionary of Greek
Αδ — Σύμφωνα με την αραβική μυθολογία, ήταν o πρώτος μετά τη σύγχυση των γλωσσών γενάρχης των Αδιτών, κατοίκων της Αραβίας. Ήταν δισέγγονος του γιου του Νώε, Σημ, ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, του άλλου γιου του, Χαμ. Έζησε 1.200 χρόνια και νυμφεύτηκε… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… … Dictionary of Greek
αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… … Dictionary of Greek
αντίχριστος — Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι η προσωποποίηση εκείνου ο οποίος φρονεί και πράττει αντίθετα προς τον Χριστό. Τον όρο αυτό συναντούμε στις επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ Ιω. β΄18, δ΄3, Β΄ Ιω. 7). Ονομάζει Α. εκείνον που αρνείται τον… … Dictionary of Greek
αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… … Dictionary of Greek
αριστοκρατία — Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η… … Dictionary of Greek