-
1 συμπτωμα
- ατος τό1) стечение обстоятельств, случайностьἀπὸ συμπτώματος Arst. — случайным образом
2) несчастная случайность, несчастье, беда Thuc., Arst., Dem., Men.3) болезненный припадок, приступ -
2 σύμπτωμα
σύμπτωμαanything that happens: neut nom /voc /acc sg -
3 σύμπτωμα
A anything that happens, a chance, occurrence,τὰ σ. καὶ τὰ ἀπὸ τύχης Arist.Rh. 1367b24
; ἀπὸ συμπτώματος, coupled with ἀπὸ τύχης, Id.Ph. 199a1, cf. Pol. 1274a12; opp. αἴτια, Id.Div.Somn. 462b27, cf.de An. 434a32;κατὰ σύμπτωμα Thphr. Vent.17
, cf. 31.2 mishap, mischance, Th.4.36, Arist.Pol. 1304a1, Chrysipp.Stoic.2.339, IG7.411.4 (Oropus, ii B.C.); ἀκούσιον ς. D.56.43; ὅταν τις.. ἀδίκοις περιπέσῃ ς. Men.590; τὰ κοινὰ κοινῶς δεῖ φέρειν ς. Id.817.II property, attribute, Epicur.Ep.1p.20U., al.: pl., distd. fr. συμβεβηκότα, ib.p.6 U., p.24 U.;τὸν Χρόνον σ. συμπτωμάτων λέγει Id.Fr. 294
; πνεύματος ς. Gal.4.706; Νουμήνιος σ. αὐτῆς (sc. τῆς συγκαταθετικῆς δυνάμεως)φησιν εἶναι τὸ φανταστικόν Porph.
ap. Stob.1.49.25;σ. φυσικόν Iamb.Comm.Math.24
.2 Geom., property, of curve, etc., Archim.Con.Sph.13, Papp.54.21, al.III in diseases, symptom, Phld.Ir.p.29 W., Sor.1.48, al., Gal.7.50, 10.70, al.;σ. κεφαλῆς Aret.SD1.3
; symptomata is expld. by sudor nequissimus, Gloss.IV falling in, collapse, in Medical sense, Pl.Ax. 364c; of a horse, PEnteux.14.9 (iii B.C.); σ. τῆς δυνάμεως, τῆς διανοίας, Diocl.Fr.192; of the lacus Fucinus, D.C.60.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμπτωμα
-
4 σύμπτωμα
το симптом, признак;σύμπτώματα κρίσης — признаки кризиса
-
5 σύμπτωμα
[симптома] ουσ. о. симптом, признак,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμπτωμα
-
6 σύμπτωμα
-ατος τό N 3 0-2-0-2-0=4 1 Sm 6,9; 20,26; Ps 90(91),6; Prv 27,9chance event, mishap Ps 90(91),6; sign, indication, symptom 1 Sm 6,9Cf. HANHART 1994, 88 -
7 σύμπτωμα
[симптома] ουσ ο симптом, признак. -
8 σύμπτωμα
σύμ-πτωμα, τό, Zufall, bes. Unfall, Unglück -
9 σύμπτωμα
belirti, işaret, bulgu, alamet -
10 σύμπτωμα
symptôme -
11 σύμπτωμα
1) objaw (m) rzecz.2) przejaw (m) rzecz. -
12 σύμπτωμα
1) příznak2) symptom3) známka -
13 σύμπτωμα
symptomΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύμπτωμα
-
14 semptom
σύμπτωμα -
15 symptôme
σύμπτωμα -
16 příznak
σύμπτωμα -
17 symptom
σύμπτωμα -
18 symptom
σύμπτωμα -
19 objaw
σύμπτωμα -
20 przejaw
σύμπτωμα
См. также в других словарях:
σύμπτωμα — anything that happens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπτωμα — το, ΝΜΑ [συμπίπτω] ιατρ. υποκειμενικό φαινόμενο το οποίο εκφράζει μια παθολογική κατάσταση και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου τού οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι … Dictionary of Greek
σύμπτωμα — το 1. τυχαίο συμβάν, περιστατικό. 2. εκείνο που φανερώνει την ύπαρξη κάποιας ασθένειας: Παρουσιάζει συμπτώματα χολέρας. 3. γενικά ό,τι υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας ανώμαλης κατάστασης: Διέκρινε συμπτώματα παράλυσης του κρατικού μηχανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… … Dictionary of Greek
ξύμπτωμα — σύμπτωμα , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπτωμ' — σύμπτωμα , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc sg σύμπτωμαι , συμπέτομαι fly with aor subj mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
αδιαδοχοκινησία — Σύμπτωμα διαφόρων παθήσεων της παρεγκεφαλίδας (σκλήρυνση κατά πλάκας, ατροφία, αιμορραγία κλπ.). Σημαίνει την ανικανότητα του αρρώστου να εκτελέσει διαδοχικά ορισμένες κινήσεις, όπως π.χ. να γυρίζει το χέρι του μια πάνω μια κάτω … Dictionary of Greek
συμπτωμάτων — σύμπτωμα anything that happens neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτώμασι — σύμπτωμα anything that happens neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)