Перевод: со всех языков на латинский

с латинского на все языки

σόφισμα

  • 1 Trugschluß

    Trugschluß, sophisma, ătis,n. pl. (σόφισμα) od. rein lat. conclusinucula fallax. – captio dialectica od. sophistica, im Zshg. auch bl. captio (Verfänglichkeit durch Worte übh.). – einen T. widerlegen, aufdecken, sophisma diluere; captionem refellere od. discutere.

    deutsch-lateinisches > Trugschluß

См. также в других словарях:

  • σόφισμα — acquired skill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek

  • σόφισμα — το επιχείρημα που αντιβαίνει στον ορθό λόγο, αλλά εξωτερικά μοιάζει με λογικό κι έτσι μπορεί να εξαπατηθεί ο ακροατής: Προσπαθεί με σοφίσματα να στηρίξει την αλήθεια των απόψεών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σόφισμ' — σόφισμα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Софизм — (σοφισμα, от σοφιξομαι хитро придумываю) преднамеренно ложный вывод в противоположность паралогизму (см.), непреднамеренно ложному выводу (см. Ошибки). Систематический анализ С. (σιλλογισμοι επιςτικοι) был дан впервые Аристотелем в его… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σοφισμάτων — σόφισμα acquired skill neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσμασι — σόφισμα acquired skill neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσμασιν — σόφισμα acquired skill neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματα — σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματι — σόφισμα acquired skill neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματος — σόφισμα acquired skill neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»