Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σχολῇ

  • 121 леснои

    лесн||ои
    прил
    1. (относящийся к лесу) δασικός, τοῦ δάσους:
    \леснои сторож ὁ δασοφύλακας [-αξ]· \лесноиые насаждения ἡ δενδροφυτεία· \леснои пожар ἡ δασοπυρκαϊά· \лесноиая промышленность ἡ βιομηχανία ξυλείας, ἡ ξυλοβιομηχανία· \леснои институ́т ἡ δασολογική σχολή·
    2. (относящийся κ материалу) ξυλικός:
    \леснои склад ἡ ἀποθήκη ξυλείας.

    Русско-новогреческий словарь > леснои

  • 122 летный

    летн||ый
    прил
    1. (годный для полета) εὐνοϊκός γιά πτήση:
    \летныйая погода ὁ εὐνοϊκός καιρός γιά πτήση·
    2. (относящийся к воздухоплаванию) ἀεροπορικός:
    \летныйая школа́ἡ ἀεροπορική σχολή· \летныйое дело ἡ ἀεροπορία, ἡ ἀεροναυτιλία· \летныйое поле τό ἀεροδρόμιο[ν], τό ἀεροπορικό γήπεδο· \летныйая площадка τό πεδίο ἀπογειώσεως.

    Русско-новогреческий словарь > летный

  • 123 направление

    направление
    с
    1. ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    менять \направление ἀλλάζω κατεύθυνση· во всех \направлениеиях σέ ὅλες τίς κατευθύνσεις·
    2. (тенденция, течение) ἡ τάση [-ις], τό ρεύμα, ἡ σχολή:
    литерату́рное\направление τό λογοτεχνικό ρεύμα· \направление ума ἡ νοοτροπία·
    3. (документ):
    получить \направление на работу παίρνω διορισμό σέ δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > направление

  • 124 неполный

    неполн||ый
    прил ἐλλ(ε)ιπής, λειψός, μή πλήρης, ἀνεπαρκής:
    \неполный стакан τό μισογεμάτο ποτήρι· \неполный перечень ἡ μή πλήρης ἀπαρίθμηση· \неполныйая средняя школа ἡ ἐπτατάξιος σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > неполный

  • 125 партшкола

    парт||школа
    ж (партийная школа) ἡ κομματική σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > партшкола

  • 126 педагогический

    педагог||и́ческий
    прил παιδαγωγικός:
    \педагогическийи́ческий техникум τό διδασκαλεῖο[ν]· \педагогическийи́ческий институт τό παιδαγωγικό Ινστιτοῦτο, ἡ ἀνωτάτη παιδαγωγική σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > педагогический

  • 127 политехникум

    политехн||икум
    м ч^стт/ πολυτεχνική σχολή, τό πολυτεχνεῖο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > политехникум

  • 128 праздиость

    праздиост||ь
    ж
    1. (незанятость) ἡ ἀργία, ἡ ἀπραξία, ἡ σχολή, ἡ φυγοπονία, ἡ ὁκνηρία:
    жить в \праздиостьи εἶμαι ἀργόσχολος·
    2. (ненужность) τό ἀνωφελές.

    Русско-новогреческий словарь > праздиость

См. также в других словарях:

  • σχόλη — σχόλη, η και σκόλη, η μέρα γιορτής ή γενικά μέρα ανάπαυσης: Θα ρθω να σε δω αύριο που έχουμε σκόλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολή — leisure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • σχόλη — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * και σκόλη, η, Ν 1. ανάπαυση 2. (κατ επέκτ.) ημέρα αργίας, γιορτή· [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή* με σημ. «απραξία,… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — η 1. σχολείο και ειδικότερα της ανώτερης βαθμίδας: Φοιτά στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. 2. ελεύθερος χρόνος, αργία. 3. τεχνοτροπία ή κάποιο σύστημα (οικονομικό, φιλοσοφικό, πολιτικό κτλ.) καθώς και οι οπαδοί του: Ο Σολωμός θεωρείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολῇ — σχολάζω to have leisure fut ind mid 2nd sg (doric) σχολάζω to have leisure fut ind act 3rd sg (doric) σχολή leisure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωμαϊκή σχολή — Σχολή ζωγραφικής στην οποία ανήκε μια ομάδα ζωγράφων και γλυπτών, Ιταλών και ξένων, που ζούσαν στη Ρώμη. Η δραστηριότητα της σχολής εντοπίζεται χρονολογικά από το 1930 έως το 1945. Βασικοί πρωτεργάτες της σχολής υπήρξαν οι ζωγράφοι Σκιπιόνε… …   Dictionary of Greek

  • αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… …   Dictionary of Greek

  • κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… …   Dictionary of Greek

  • Σιβιτανίδειος, Σχολή — σχολή τεχνών και επαγγελμάτων που βρίσκεται στην Aθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σχολή Εμποροπλοιάρχων Κύμης — Παράλιος οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 60), στην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Κύμης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»