-
1 σκοιν-
см. σχοιν\
См. также в других словарях:
κνηκάνθιον — κνηκάνθιον, τὸ (Α) το φυτό κνήκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος* + άνθιον (< ἄνθος), πρβλ. σχοιν άνθιον, φυλλ άνθιον] … Dictionary of Greek
τζαγγάς — ὁ, Μ κατασκευαστής βασιλικών τζαγγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαγγίον «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. ᾶς (πρβλ. σχοιν ᾶς)] … Dictionary of Greek
φελλίνιοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀροβάκχαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + επίθημα ιν ιος (< λ. με θ. σε ν , πρβλ. σχοίν ιος), πιθ. λόγω τού κιτρινωπού χρώματος τού στελέχους ορισμένων ειδών οροβάγχης] … Dictionary of Greek
ψιχίων — ονος, ὁ, Α (κωμ. λ.) φανταστικό όνομα παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + επίθημα ίων (πρβλ. σχοιν ίων)] … Dictionary of Greek