-
1 σχοινιτις
-
2 σχοινῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινῖτις
-
3 σχοινίτης
-
4 καλύβη
καλύβη, ἡ (καλύπτω), Obdach, Hütte, Zelt; Her. 5, 16; οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ' ἐν καλύβαις πνιγηραῖς διαιτωμένων Thuc. 2, 52; Sp.; Ath. XII, 517 f aus Theopomp. καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐκ ῥάβδων; – σχοινῖτις Leon. Tar. 91 (VII, 295). Bei Ap. Rh. 1, 775 Brautgemach.
-
5 καλυβη
(ῠ) ἥ хижина(διαιτᾶσθαι ἐν καλύβαις Thuc.)
-
6 σχοινίτιδι
σχοινί̱τιδι, σχοινῖτιςmade of rushes: fem dat sg -
7 καλύβη
См. также в других словарях:
σχοινίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. σχοινίτης … Dictionary of Greek
σχοινίτης — ὁ, θηλ. σχοινῑτις, ίτιδος, Α κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
σχοινίτιδι — σχοινί̱τιδι , σχοινῖτις made of rushes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)