-
1 σχινδάλαμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχινδάλαμος
-
2 σχινδάλαμος
σκινδάλαμοςsplinter: masc nom sg (attic) -
3 σκινδάλαμος
A splinter, in formσχινδαλμός Hp.Mul.2.133
(σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); [full] σκινδαλμός, Dsc.1.18.II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι strawsplittings, quibbles, Ar.Nu. 130, cf. Ra. 819, Luc.Hes.5; soσκινδαλμούς Alciphr.3.64
:—cf. ἀνασχινδυλεύω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκινδάλαμος
См. также в других словарях:
σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] … Dictionary of Greek
σχινδάλαμος — σκινδάλαμος splinter masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος … Dictionary of Greek
σχινδαλαμοφράστης — και σκινδαλαμοφράστης, ὁ, Α αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίνδάλαμος + φράστης (< φράζω)] … Dictionary of Greek