Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σχηματίζομαι

См. также в других словарях:

  • σχηματίζομαι — σχηματίζομαι, σχηματίστηκα, σχηματισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιτρέφω — ἐπιτρέφω (Α) [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον, κάνω να αυξηθεί κάτι επί πλέον ή πάνω σε κάτι 2. γεν. τρέφω, διατρέφω, διατηρώ 3. μαθ. συντελώ στην αύξηση 4. παθ. ἐπιτρέφομαι α) γεννιέμαι κατόπιν, ανατρέφομαι όπως οι απόγονοι («τῶν ὕστερον ἐπιτραφέντων… …   Dictionary of Greek

  • μετασυσχηματίζομαι — (Α) μεταβάλλομαι ως προς τη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συ σχηματίζομαι «σχηματίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β …   Dictionary of Greek

  • творюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. προσποιοῦμαι) притворяюсь, показываю вид;… …   Словарь церковнославянского языка

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με …   Dictionary of Greek

  • εκμάσσω — ἐκμάσσω και αττ. τ. ἐκμάττω (Α) 1. σφουγγίζω, σκουπίζω 2. καθαρίζω, γυαλίζω 3. αποτυπώνω σε μαλακή ύλη 4. πλάθω, ζυμώνω 5. παθ. αποτυπώνομαι στον νου 6. μέσ. απεικονίζω 7. σχηματίζομαι σύμφωνα μ ένα πρότυπο 8. μιμούμαι …   Dictionary of Greek

  • επεισκρίνομαι — ἐπεισκρίνομαι (Α) 1. αποχωρίζομαι και εισέρχομαι 2. σχηματίζομαι, διαπλάθομαι σιγά σιγά …   Dictionary of Greek

  • επικαταλαμβάνω — ἐπικαταλαμβάνω (AM) ακολουθώντας κάτι τό καταλαμβάνω, τό προφθάνω αρχ. 1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.) 2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω 3. γραμμ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • ερωτοποιούμαι — ἐρωτοποιοῡμαι, έομαι (Α) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι έτσι ώστε να προκαλώ τον έρωτα, να σαγηνεύω («ἐρωτοποιημένῳ προσώπῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ποιούμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»