-
1 формироваться
-
2 залечь
-лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. залег, -легла, -ло, προστκ. заляг, μτχ. παρλθ. χρ. залегшийρ.σ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω πολύ•он -лег до вечера αυτός πλάγιασε ως το βράδυ.
|| κρύβομαι, ξαπλώνω για να κρυφτώ•залечь в засаду στήνω ενέδρα, καρτέρι.
2. μτφ. κείμαι χαμηλά. || ριζώνομαι, χαράσσομαι•в моей душе глубоко -гли впечатления детства στην ψυχή μου βαθιά ρίζωσαν οι παιδικές εντυπώσεις.
3. κοίτομαι, σχηματίζομαι σαν κοίτασμα.4. σημειώνομαι, σχηματίζομαι (για ρητίδες, δίπλες κ.τ.τ.).5. (για δρόμο) γίνομαι αδιάβατος. -
3 состоять
(иметь в своём составе кого-, чего-л.) αποτελούμαι, απαρτίζομαι, σχηματίζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состоять
-
4 образовать
образовать, образовывать 1) σχηματίζω, διοργανώνω 2) (формировать) διαμορφώνω \образоваться 1) σχηματίζομαι, διοργανώνομαι 2) (формироваться) διαμορφώνομαι* * *= образовывать1) σχηματίζω, διοργανώνω2) ( формировать) διαμορφώνω -
5 образоваться
1) σχηματίζομαι, διοργανώνομαι2) ( формироваться) διαμορφώνομαι -
6 формировать
формировать διαμορφώνω, σχηματίζω, φορμάρω \формироваться σχηματίζομαι* * *διαμορφώνω, σχηματίζω, φορμάρω -
7 образовываться
образовыватьсянесов σχηματίζομαι, ὁργανώνομαι, συγκροτούμαι. -
8 организоваться
организовать||сяὁργανώνομαι / σχηματίζομαι (образовываться). -
9 слагаться
слагать||ся(составляться из...) σχηματίζομαι, ἀποτελοῦμαι. -
10 создаваться
создавать||ся(возникать) δημιουργούμαι, σχηματίζομαι:\создаватьсяло́сь такое положение, что... δημιουργήθηκε τέτοια κατάσταση πού... -
11 составлять
составлятьнесов1. (собирать, объединять) συνενώνω·2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:\составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:\составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·4. (представлять, являться) ἀποτελώ:\составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι. -
12 устанавливаться
устанавливать||ся1. (утверждаться, входить в силу) ἐπικρατώ, καθιερώνομαι, θεσπίζομαι:давно́ уже установился обычай... ἀπό καιρό ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια...· установилась тишина ἐπεκράτησε σιγή· погода установилась ὁ καιρός ἔστρωσε·2. (сложиться, сформироваться) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι:голос у него́ еще не установился ἡ φωνή του ἀκόμα δέν διαμορφώθηκε. -
13 формированиеть
формирование||тьнесов σχηματίζω, διαμορφώνω, διαπλάθω, συγκροτώ:\формированиетьть правительство σχηματίζω κυβέρνηση· \формированиетьть полк σχηματίζω (или συγκροτῶ)σύνταγμα \формированиетьться σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, συγκροτοῦμαι. -
14 образовываться
[αμπραζόβυβατ'σα] ρ. σχηματίζομαι -
15 составляться
[σασταβλγιάτσα] ρ. σχηματίζομαι -
16 формироваться
[φαρμιραβάτσα] ρ. σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι -
17 образовываться
[αμπραζόβυβατ'σα] ρ σχηματίζομαι -
18 составляться
[σασταβλγιάτσα] ρ σχηματίζομαι -
19 формироваться
[φαρμιραβάτσα] ρ σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι -
20 выскочить
-чу, -чишь, ρ.σ.1. ξεπηδώ, ξεπετιέμαι, πηδώ έξω• διαφεύγω, ξεφεύγω.2. μτφ. εμφανίζομαι απροσδόκητα• σχηματίζομαι, γίνομαι•у меня чирей -ил μου έγινε (ξεπετάχτηκε) καλόγηρος.
3. ξεφεύγω, αποσπώμαι.4. σηκώνομαι, ξεπετάγομαι χωρίς την έγκριση•-со своими замечаниями ξεπετιέμαι και κάνω τις παρατηρήσεις μου.
5. φτάνω γρήγορα στο σκοπό μου.εκφρ.выскочить из головы ή из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•выскочить замуж – Βιάζομαι να παντρεφτω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σχηματίζομαι — σχηματίζομαι, σχηματίστηκα, σχηματισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιτρέφω — ἐπιτρέφω (Α) [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον, κάνω να αυξηθεί κάτι επί πλέον ή πάνω σε κάτι 2. γεν. τρέφω, διατρέφω, διατηρώ 3. μαθ. συντελώ στην αύξηση 4. παθ. ἐπιτρέφομαι α) γεννιέμαι κατόπιν, ανατρέφομαι όπως οι απόγονοι («τῶν ὕστερον ἐπιτραφέντων… … Dictionary of Greek
μετασυσχηματίζομαι — (Α) μεταβάλλομαι ως προς τη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συ σχηματίζομαι «σχηματίζομαι»] … Dictionary of Greek
σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β … Dictionary of Greek
творюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. προσποιοῦμαι) притворяюсь, показываю вид;… … Словарь церковнославянского языка
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με … Dictionary of Greek
εκμάσσω — ἐκμάσσω και αττ. τ. ἐκμάττω (Α) 1. σφουγγίζω, σκουπίζω 2. καθαρίζω, γυαλίζω 3. αποτυπώνω σε μαλακή ύλη 4. πλάθω, ζυμώνω 5. παθ. αποτυπώνομαι στον νου 6. μέσ. απεικονίζω 7. σχηματίζομαι σύμφωνα μ ένα πρότυπο 8. μιμούμαι … Dictionary of Greek
επεισκρίνομαι — ἐπεισκρίνομαι (Α) 1. αποχωρίζομαι και εισέρχομαι 2. σχηματίζομαι, διαπλάθομαι σιγά σιγά … Dictionary of Greek
επικαταλαμβάνω — ἐπικαταλαμβάνω (AM) ακολουθώντας κάτι τό καταλαμβάνω, τό προφθάνω αρχ. 1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.) 2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω 3. γραμμ. παθ.… … Dictionary of Greek
ερωτοποιούμαι — ἐρωτοποιοῡμαι, έομαι (Α) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι έτσι ώστε να προκαλώ τον έρωτα, να σαγηνεύω («ἐρωτοποιημένῳ προσώπῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ποιούμαι] … Dictionary of Greek