-
1 обрываться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрываться
-
2 перерваться
1. (разорваться) κόβομαι, σχίζομαι 2. (прекратиться, приостановиться, прерваться) διακόπτομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерваться
-
3 расщепляться
1. (делиться на части по длине) σχίζομαι 2. хим. διαλύομαι 3. физ. διασπώ μαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расщепляться
-
4 прорвать
прорвать, прорывать 1) (дыру) διαρρήχνω, τρυπώ 2) (преграду) σπάζω \прорваться 1) (разорваться ) σχίζομαι 2) (о нарыве ) σπάζω 3) (куда-л.) διαρρηγνύομαι* * *= прорывать1) ( дыру) διαρρήχνω, τρυπώ2) ( преграду) σπάζω -
5 прорваться
-
6 разорвать
разорвать 1) ξεσχίζω, κάνω κομμάτια' σπάνω (о верёвке и т. л.) 2) (отношения) διακόπτω \разорваться 1) σχίζομαι, γίνομαι κομμάτια, σπάνω (о веревке υ τ. η.) 2) (о бомбе) σκάνω, εκρηγνύομαι* * *1) ξεσχίζω, κάνω κομμάτια; σπάνω (о верёвке и т. п.)2) ( отношения) διακόπτω -
7 разорваться
1) σχίζομαι, γίνομαι κομμάτια, σπάνω (о верёвке и т. п.)2) ( о бомбе) σκάνω, εκρηγνύομαι -
8 изорваться
изорвать||ся(κατα)ξεσκίζομαι, σχίζομαι, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι. -
9 колоть
колоть Iнесов1. (иголкой и т. п.) τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω·2. безл:в боку́ колет μέ σουβλίζει τό πλευρό·3. перен (язвить, попрекать) πειράζω, τσιγκλάω.колоть IIнесов (раскалывать) σχίζω, σπάζω, θρυμματίζω:\колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть сахар σπάζω τή ζάχαρη· \колоть орехи σπάζω τά καρύδια.колоть IIIсов и несов (раскалываться) σπάζω (άμετ.) (о сахаре)/ σχίζομαι (о дровах). -
10 надрываться
надрыв||аться1. σχίζομαι, μισοσχί-ζομαι·2. (переутомляться) κοψομεσιάζομαι, τσακίζομαι, κόβομαι· ◊ \надрыватьсяаться от смеха ξεκαρδίζομαι στά γέλια· сердце \надрыватьсяается ματώνει ἡ καρδιά μου, ραγίζει ἡ καρδιά μου. -
11 обрываться
обрывать||ся1. (рваться) σχίζομαι, σπάνω, κόβομαι·2. (срываться, падать) γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι· 3, (прерываться, прекращаться \обрываться о голосе, спорах и т. п.) σταματώ, διακόπτομαι. -
12 продираться
продирать||сяразг1. (разорваться) ξεσχίζομαι, σχίζομαι, τρίβομαι, φθείρομαι·2. (пробираться сквозь что-л.) ἀνοίγω δρόμο, είσχωρώ. -
13 прорываться
прорыватьсянесов1. (разрываться) σχίζομαι·2. (о нарыве, плотине и т. п.) σπάνω (άμετ.), διαρρηγνύομαι·3. (сквозь что-л.) περνώ ἀνοίγοντας ρήγμα, περνῶ διασπώντας. -
14 раздираться
раздира́||тьсяσχίζομαι, ξεσχίζομαι. -
15 разрываться
разрыв||атьсянесов1. (ξε)σχίζομαι/ ξηλώνομαι (по шву)/ σπάζω (о веревке и т. п.)·2. (о бомбе, снаряде и т. ἡ) σκάνω, ἐκρηγνύομαι· ◊ он буквально \разрыватьсяается на части разг γίνεται χίλια κομμάτια· у меня сердце \разрыватьсяается ματώνει ἡ καρδιά μου. -
16 раскалываться
раскалывать||ся1. θραύομαι, σπάνω (άμετ.)/ σχίζομαι (о дровах и т. п.)·2. перен διασπώμαι. -
17 распадаться
распадатьсянесов1. ἀποσυνθέτομαι, διασπώμαι / διαρρηγνύομαι, σπάνω (άμετ.), σχίζομαι (раскалываться)·2. хим., физ. διασπώμαι / διαλύομαι (растворяться)·3. перен διασπώμαι, καταρρέω/ παρακμάζω (приходить в упадок). -
18 расщепляться
расщепл||яться1. (раскалываться) σχίζομαι·2. физ., хим. διαλύομαι, δια^πώμαι. -
19 рваться
рватьсянесов1. (разрываться) (ξε-) σχίζομαι / κόβομαι, κομματιάζομαι (о нити, веревке),2. (стремиться куда-л.) θέλω, ἐπιθυμώ, (έπι)ζητώ:\рваться в бой ἐπιζητώ νά ρίχτω στή μάχη· \рваться на гвобо́ду ἐπιθυμώ τή λευτεριά·3. (взрываться) ἐκρήγνυμαι, σκάζω:снаряды рву́тся τά βλήματα σκάζουν. -
20 сечься
сечьсянесов σχίζομαι, διακλαδίζομαι (о волосах)/ λυώνω (о шелке).
См. также в других словарях:
σχίζομαι — σκίζομαι και σχίζομαι, σκίστηκα και σχίστηκα, σκισμένος και σχισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχίζομαι — σχίζω split pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεκρήγνυμαι — Α διαρρηγνύομαι, σχίζομαι βαθμιαία («ὑπεκραγέντος ὑπὸ τοῡ πλήθους καὶ βάρους», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκρήγνυμαι «σχίζομαι, διαρρηγνύομαι, υφίσταμαι ρήγματα»] … Dictionary of Greek
εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
ξηλώνω — 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω 2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω 3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω 4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του,… … Dictionary of Greek
παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… … Dictionary of Greek
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek
σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] … Dictionary of Greek
στημορραγώ — έω, Α (αμτβ.) σχίζομαι σε κομμάτια, γίνομαι κουρέλι («λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῡσι... ἐσθημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος (η μορφή στημο του πρώτου συνθετικού κατά τα θεματικά ουσ.) + ρραγῶ (< ρραγής < θ. ραγ τού ῥήγνυμι) … Dictionary of Greek
συγχαράσσω — Α παθ. συγχαράσσομαι α) σχίζομαι συγχρόνως β) σημειώνομαι («συγκεχάρακται στιγμαῑς», Φιλούμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαράσσω «σχίζω, σχεδιάζω»] … Dictionary of Greek