Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σχέ

  • 1 σχεδον

         σχεδόν
        I
        adv. [σχεῖν]
        1) на близком расстоянии, близко, вблизи
        

    (στῆναι Hom.)

        πηὸς μάλα σ. Hom.ближайший родственник

        2) на близкое расстояние, вплотную
        

    (ἐλθεῖν τινι и τινος Hom.)

        3) приблизительно, почти
        

    σ. πάντες Her. — почти все;

        σ. παρὰ τοῖσι ἄλλοισι Her. — почти у всех остальных;
        σ. τι ταὐτά Plat. — почти одно и то же;
        σ. τι πρόσθεν ἢ … Soph. — незадолго до того, как …;
        σ. ἐπίσταμαι Soph.я почти уверен

        4) быть может, пожалуй, надеюсь, полагаю
        

    σ. ἱκανῶς Arst. — пожалуй, достаточно;

        σ. τι τέν σέν οὐ καταισχύνω φύσιν Soph. — надеюсь, что (этим) я не порочу твоего рода;
        σ. οὐ πείσεται Plat. — он, полагаю, не послушается;
        σ. εἴρηκα ἃ νομίζω συμφέρειν Dem. — я сказал, кажется, (все), что считаю полезным:
        σ. συνίημι Her. — я склонен думать (что) …

        5) ( в ответах) пожалуй (что так) Plat.
        II
        в знач. praep. cum gen. et dat.
        1) близ Hes., Pind.
        

    νῆσοι σ. ἀλλήλῃσι Hom. — близко расположенные друг к другу острова;

        σ. ὕδατος Hom. — близ реки;
        σ. ἀνθρώπων Hom.вблизи людей

        2) на близкое расстояние
        

    σ. ἔγχεος ἐλθεῖν Hom.подойти на близкое расстояние к копью

        3) ( во времени) близко

    Древнегреческо-русский словарь > σχεδον

См. также в других словарях:

  • σχέ — ἔχω check aor imperat act 2nd sg ἔχω check aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεθρός — ά, όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α 1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.) 2. επιμελής, προσεκτικός. επίρρ... σκεθρῶς Α κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

  • σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος …   Dictionary of Greek

  • Caraga — Infobox Philippine region name = Region XIII CARAGA map file = Ph locator region 13.png center = Butuan City population = 2,803,805 density km2 = 148.8 area km2 = 18,847.7 provinces = 5 cities = 3 municipalities = 70 barangays = 1,310 districts …   Wikipedia

  • ασχέδωρος — ἀσχέδωρος, ο (Α) ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < *αν σχε δορF ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν εγχής, μεν αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη …   Dictionary of Greek

  • ηβηδόν — ἡβηδόν (Α) επίρρ. 1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.) 2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. δόν (πρβλ. βαθμη δόν, σχε δόν)] …   Dictionary of Greek

  • νοσφιδόν — (Μ) επίρρ. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν, σχε δόν)] …   Dictionary of Greek

  • προφθαδίην — Α επίρρ. προλαβαίνοντας, προφτάνοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προφθα τού προφθάνω + επιρρμ. κατάλ. δ ίην (με οδοντική παρέκταση δ , πρβλ. πανσυ δίην, σχε δίην) πρβλ. παρα φθα δόν] …   Dictionary of Greek

  • σχεδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου (α. «είμαι σχεδόν έτοιμη» β. «πάντα τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», Πλούτ.) αρχ. 1. (στο έπος και στη λυρική ποίηση) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ κοντά («νῆσοι... ναιετάουσι μάλα… …   Dictionary of Greek

  • σχετέος — α, ον, Α 1. αυτός ο οποίος πρέπει να αναχαιτιστεί, να συγκρατηθεί 2. (κατ επέκτ.) απρεπής («σχετέα δρᾱν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω* (βλ. λ. σχέση) + κατάλ. τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. απορριπτ έος). Το… …   Dictionary of Greek

  • σχετήριον — τὸ, Α 1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.) 2. είδος στυπτικού φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα τήριον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»