Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σφόδρα

См. также в других словарях:

  • σφόδρα — very much indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφόδρα — ΝΜΑ επίρρ. (κυρίως με ρήματα) πέρα από το κανονικό, πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν», Ελύτης β. «σφόδρα χαίρω», πάπ.) μσν. αρχ. 1. α) (με ρήματα) i) με σφοδρότητα, ορμητικά, βίαια («καὶ σφόδρα πείθει», Σοφ.) ii) …   Dictionary of Greek

  • σφοδρά — σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc/acc dual σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρᾷ — σφοδρός vehement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρ' — σφοδρά , σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc/acc dual σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σφοδρά , σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρέ , σφοδρός vehement masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφόδρ' — σφόδρα , σφόδρα very much indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρᾶι — σφοδρᾷ , σφοδρός vehement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδράν — σφοδρά̱ν , σφοδρός vehement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδράς — σφοδρά̱ς , σφοδρός vehement fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»