-
1 аккумулятор
1. эл. о ηλεκτρικ/ός συσ-σωρευτ/ήςбортовой - του πλοίου/αεροπλάνου2. (тепловой) о συσσωρευτής (θερμότητας) 3. гидр. о υδραυλικός συσσωρευτής 4. (давления) (пневматический) ο συσσωρευτής του αεροθαλάμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аккумулятор
-
2 аккумулятор
-
3 свинцовый
μολυβένιος, μολύβδινος- сурик (красный) το ερυθρό μολύβδου, το μίνιο (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свинцовый
-
4 аккумулятор
аккумул||яторм физ. ὁ συσσωρευτής, ἡ μπαταρία. -
5 батарея
батареяж1. воен. ἡ πυροβολαρχία, τό πυροβολεῖο[ν]:зенитная \батарея ἡ ἀντιαεροπορική πυροβολαρχία;2. тех., эл. ἡ μπαταρία, ἡ συστοιχία:электрическая \батарея ἡ ἡλεκτρική συστοιχία, ἡ ἡλεκτρική μπαταρία; аккумуляционная \батарея ὁ ἡλεκτρικός συμπυκνωτής, ὁ ἡλεκτρικός συσσωρευτής;3. (отопления) τό σώμα:\батарея парового отопления τό σώμα τοῦ καλοριφέρ, ὁ σωλήνας κεντρικής θέρμανσης. -
6 аккумулятор
-а α.συσσωρευτής, μπαταρία. -
7 батарея
-и θ.1. πυροβολαρχία•зенитная батарея αντιαεροπορική πυροβολαρχία•
противотанковая батарея αντιαρματική πυροβολαρχία.
2. κανονιοστάσιο, τηλεβολοστάσιο.3. ηλεκτρική συστοιχία•электрическая батарея συστοιχία συσσωρευτών•
аккумуляторная батарея ηλεκτρικός συσσωρευτής.
4. σώμα•батарея парового отопления σώμα καλοριφέρ, ραντιατέρ.
5. σειρά, αράδα•батарея бутылок αραδιασμένα μπουκάλια.
-
8 зарядить
-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. γεμίζω, οπλίζω•зарядить ружье οπλίζω το όπλο•
фотоаппарат βάζω φιλμ στη φωτογραφική μηχανή•
зарядить капкан χτίζω την παγίδα.
2. φορτίζω•зарядить батарею γεμίζω το συσσωρευτή,
3. αρχίζω να κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.4. βρέχει συνέχεια.1. οπλίζομαι•ружье -лось το τουφέκι οπλίστηκε (όπλισε)•
мина -лась η νάρκη εμπυρευματίστηκε.
2. ετοιμάζομαι.3. φορτίζομαι•батарея -лась ο συσσωρευτής φορτίστηκε (γέμισε).
4. εφοδιάζομαι. -
9 заряженный
κ. заряжённыйεπ. από μτχ.οπλισμένος, γεμισμένος•-ая винтовка οπλισμένο τουφέκι•
-ая батарейка γεμισμένος ή φορτισμένος (ηλεκτρικός) συσσωρευτής•
-ая мина εμπυρευματισμένη νάρκη.
-
10 электрический
επ.ηλεκτρικός•-ая искра ο ηλεκτρικός σπινθήρας•
-ая батарея ηλεκτρικός συσσωρευτής•
-ая станция ο ηλεκτρικός σταθμός•
-ая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα•
-ая печь ηλεκτρική κάμινος (φούρνος)•
-ое зажигание ηλεκτρική ανάφλεξη (έναυσμα)•
-ые часы ηλεκτρικό ωρολόγι•
-ое освещение ηλεκτροφωτισμός.
См. также в других словарях:
συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… … Dictionary of Greek
συσσωρευτής — ο ηλεκτρική συσκευή για την αποταμίευση ηλεκτρικής ενέργειας, μπαταρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαταρία — Βλ. λ. συσσωρευτής. * * * η 1. (ηλεκτρ.) ηλεκτρικός συσσωρευτής 2. τεχνολ. διάταξη από βρύσες λουτρού ή κουζίνας που χρησιμεύει για την ανάμιξη τού θερμού με το κρύο νερό 3. μουσ. ονομασία τής ομάδας τών κρουστών οργάνων μιας ορχήστρας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Έντισον, Τόμας — (Thomas Edison, Μάιλαν, Οχάιο 1847 – Νιου Τζέρσεϊ 1931). Αμερικανός εφευρέτης, ολλανδικής καταγωγής. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την εξαιρετική φυσική αντοχή στην εργασία και από τη μητέρα του, μια έξυπνη και μορφωμένη γυναίκα, πήρε την πρώτη… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
θερμοσυσσωρευτής — ο συσσωρευτής θερμότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. radiateur aaccumulation] … Dictionary of Greek
μπαταριά — Βλ. λ. συσσωρευτής. * * * η 1. πυροβολισμός 2. σειρά πολλών και τουτόχρονων πυροβολισμών, ομοβροντία 3. (κατ επέκτ.) συνεχής σειρά ομοειδών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batarya < ιταλ. batteria «κανονιοστοιχία»] … Dictionary of Greek
ποτενσιόμετρο — Ηλεκτρική διάταξη που προορίζεται για μετρήσεις ακριβείας της διαφοράς δυναμικού που επικρατεί μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος ή της ηλεκτρεγερτικής δύναμης (ΗΕΔ) μιας πηγής. Η αρχή λειτουργίας του π. βασίζεται στην έμμεση μέτρηση… … Dictionary of Greek
σουλφάτωση — η, Ν (χημ. ηλεκτρολ.) διεργασία που συνίσταται στον σχηματισμό ενός στρώματος θειούχου μολύβδου στις πλάκες ενός ηλεκτρικού συσσωρευτή μολύβδου, διεργασία που επιταχύνεται όταν ο συσσωρευτής παραμένει αχρησιμοποίητος, γεγονός που οδηγεί τελικά… … Dictionary of Greek
στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek