-
1 συς
συός ὅ и ἥ (= ὖς)(dat. pl. συσί - эп. σύεσσι, acc. pl. σύας - стяж. σῦς; ῡ только в односложных формах)
1) домашняя свинья Hom.2) (тж. σ. ἄγριος и σ. ἀγρότερος Hom.) дикий кабан Hom., Eur., Xen.
См. также в других словарях:
συσί — ὗς the wild swine masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek