-
1 Συρος
IIIὅ Сир (сын Аполлона и нимфы Синопы, миф. родоначальник сирийцев) Plut. -
2 Σύρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Σύρος
-
3 Σύρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Σύρος
-
4 Σύρος
-
5 Σύρος
Сириянин, Сириец.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Σύρος
-
6 Σύρος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Σύρος
-
7 συριζω
Iатт. σῡρίττω, дор. συρίσδω [σῦριγξ] (fut. συρίξομαι, aor. ἐσύριξα - поздн. ἐσύρισα)1) играть на сиринге Eur., Theocr.2) ( о сиринге) звучать, петь(ὅ κάλαμος συρίζων Eur.)
3) издавать свистящий звук, свистеть Aesch., Plat., Babr.4) освистывать(τινά Dem.)
συριττόμενος ὑποκριτής Luc. — освистываемый актерII -
8 Σύρα
η см. Σύρος -
9 σύριος
α, ο [ία, ον] 1. сирийский;2. (ο, η) (Σ.) см. Σύρος -
10 4948
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4948
См. также в других словарях:
Σύρος — Σύρος, η και Σύρα, η νησί των Κυκλάδων. Σύρος, ο και Σύριος, ο θηλ. α ο κάτοικος της Συρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σῦρος — a Syrian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύρος — Syrian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρος — broom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
Σύρος — Sp Siras Ap Σύρος/Syros L s. Egėjo j. Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Σύρος Ποπλίλιος — Λατίνος συγγραφέας μίμων, γνωστός και με το όνομα Λόχιος. Ήταν Σύρος στην καταγωγή, απελεύθερος και μεγάλης μόρφωσης. Οι μίμοι του είχαν μεγάλη σκηνική επιτυχία στη Ρώμη. Έγραψε επίσης και γνωμικά (Sententiae) σε ιαμβικό τρίμετρο … Dictionary of Greek
Άνω Σύρος — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 1.109 κάτ.) της Σύρου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού και αποτελεί βορειοδυτική συνέχεια της Ερμούπολης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Άνω Σύρος κατοικήθηκε για πρώτη φορά τον 13ο αι. από … Dictionary of Greek
Άνω Σύρος — Sp Ãno Siras Ap Άνω Σύρος/Ano Syros L Kiklados (Siro s.), Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Εφραίμ ο Σύρος — (Νίσιβις, Μεσοποταμία 306; – Έδεσσα, Συρία 375 μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Θεωρείται ο κλασικός της Συριακής Εκκλησίας και των συριακών εκκλησιαστικών γραμμάτων. Για τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά, γιατί ο θρύλος συγχέεται με τα… … Dictionary of Greek