-
81 συρράψοντες
συρράπτωsew: fut part act masc nom /voc pl -
82 συρράψωμεν
συρράπτωsew: aor subj act 1st pl -
83 σύρραψον
συρράπτωsew: aor imperat act 2nd sg -
84 συρραφείσας
συρραφείσᾱς, συρράπτωsew: aor part pass fem acc plσυρραφείσᾱς, συρράπτωsew: aor part pass fem gen sg (doric aeolic) -
85 συν-
(συμ\\, συγ\\, συλ\\, συρ\\, συσ\\, συ\) приставка, означ.:1) совместность действия, соучастие: συγκαλώ, σύντροφος; 2) согласие, единство: συμφωνώ; 3) содействие, помощь: συμμαχώ, συμπράττω; 4) собирательность: συνέρχομαι, συνθέτω; 5) одновременность: σύγχρονος; 6) завершённость, полноту действия: συντρίβω, συμπληρώνω; 7) соединение: συνδέω, συρράπτω -
86 ξυρραφείσαι
-
87 ξυρραφεῖσαι
-
88 συνραφή
-
89 συνραφῇ
-
90 συρραφή
συρράπτωsew: aor subj pass 3rd sgσυρραφῆι, συρραφεύςone who stitches together: masc dat sg (epic ionic)συρραφήsewing together: fem dat sg (attic epic ionic) -
91 συρραφῇ
συρράπτωsew: aor subj pass 3rd sgσυρραφῆι, συρραφεύςone who stitches together: masc dat sg (epic ionic)συρραφήsewing together: fem dat sg (attic epic ionic) -
92 συρραφήναι
-
93 συρραφῆναι
-
94 συρραφείσα
-
95 συρραφεῖσα
-
96 συρραφείσαν
-
97 συρραφεῖσαν
-
98 συρράψας
συρράψᾱς, συρράπτωsew: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
99 συρράψασα
συρράψᾱσα, συρράπτωsew: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
100 συρράψασι
συρράψᾱσι, συρράπτωsew: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
συρράπτω — sew pres subj act 1st sg συρράπτω sew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρράπτω — συρράπτω, συνέρραψα, (να συρράψω) βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συρράπτω — ΝΜΑ [ῥάπτω] 1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.) 2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού») 3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη… … Dictionary of Greek
συνερραμμένα — συρράπτω sew perf part mp neut nom/voc/acc pl συνερραμμένᾱ , συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc/acc dual συνερραμμένᾱ , συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερράφη — συρράπτω sew plup ind act 3rd sg (doric aeolic) συρράπτω sew plup ind act 1st sg συρράπτω sew aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέρραφεν — συρράπτω sew plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) συρράπτω sew perf ind act 3rd sg συρράπτω sew aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρράπτετε — συρράπτω sew pres imperat act 2nd pl συρράπτω sew pres ind act 2nd pl συρράπτω sew imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρράψει — συρράπτω sew aor subj act 3rd sg (epic) συρράπτω sew fut ind mid 2nd sg συρράπτω sew fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνέρραπτον — συρράπτω sew imperf ind act 3rd pl συρράπτω sew imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρράψαι — συρράπτω sew aor inf act ξυρράψαῑ , συρράπτω sew aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερραμμέναι — συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc pl συνερραμμένᾱͅ , συρράπτω sew perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)