-
1 συρισδω
-
2 τυρισδω
-
3 συριζω
Iатт. σῡρίττω, дор. συρίσδω [σῦριγξ] (fut. συρίξομαι, aor. ἐσύριξα - поздн. ἐσύρισα)1) играть на сиринге Eur., Theocr.2) ( о сиринге) звучать, петь(ὅ κάλαμος συρίζων Eur.)
3) издавать свистящий звук, свистеть Aesch., Plat., Babr.4) освистывать(τινά Dem.)
συριττόμενος ὑποκριτής Luc. — освистываемый актерII
См. также в других словарях:
συρίσδω — Α (δωρ. τ.) βλ. συρίζω (Ι) … Dictionary of Greek
Συρίσδω — Συρίζω speak like a Syrian pres subj act 1st sg (doric) Συρίζω speak like a Syrian pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσδω — σῡρίσδω , συρίζω Bis Acc. pres subj act 1st sg (doric) σῡρίσδω , συρίζω Bis Acc. pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek