-
1 συνετεκταίνετο
σύν-τεκταίνομαιframe: imperf ind mp 3rd sg -
2 συνετεκτήναντο
σύν-τεκταίνομαιframe: aor ind mid 3rd pl -
3 συνετεκτήνατο
σύν-τεκταίνομαιframe: aor ind mid 3rd sg -
4 συντεκταίνεται
σύν-τεκταίνομαιframe: pres ind mp 3rd sg -
5 συντεκτήναιτο
σύν-τεκταίνομαιframe: aor opt mid 3rd sg
См. также в других словарях:
συνετεκταίνετο — σύν τεκταίνομαι frame imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετεκτήναντο — σύν τεκταίνομαι frame aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετεκτήνατο — σύν τεκταίνομαι frame aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεκταίνεται — σύν τεκταίνομαι frame pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεκτήναιτο — σύν τεκταίνομαι frame aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεκταίνομαι — Α 1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.) 2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»] … Dictionary of Greek