-
1 συν-επι-στρατεύω
συν-επι-στρατεύω, mit od. zugleich gegen Einen ins Feld ziehen; Thuc. 5, 48; Dem. u. Folgde.
-
2 συν-εκ-στρατεύω
συν-εκ-στρατεύω, mit zu Felde ziehen, Ios.
-
3 ἐπι-στρατεύω
ἐπι-στρατεύω, gegen Einen zu Felde ziehen, absol., ἐπεστράτευσα πολλὰ σὺν πολλῷ στρατῷ Aesch. Pers. 766; Soph. Ai. 1035; c. acc. des Ortes, wohin man zieht, Tr. 75. 361; πόλιν Eur. Tr. 22, öfter; – c. dat. der Person, gegen die man zu Felde zieht, Βάκχαισιν Eur. Bacch. 784; ἐπιστρατεύσειν τῷ Διΐ Ar. Av. 1522; Thuc. 3, 54; Xen. Hell. 7, 2, 2; – ἐπὶ τὴν χώραν Plat. Menex. 239 b; Dem. 18, 90; εἰς Θετταλίαν Aesch. 3, 83. – Eben so im med., τίς ἂν κλύοι σου πατρίδ' ἐπεστρατευμένου Eur. Phoen. 606; διπλοῦν γὰρ αὐτ ῇ πῆμ' ἐπεστρατεύετο Med. 1185; Ar. Vesp. 11; χώρᾳ Xen. Cyr. 8, 5, 25, wie Plat. Legg. III, 682 c.
-
4 συνεκστρατεύω
-
5 συνεπιστρατεύω
συν-επι-στρατεύω, mit od. zugleich gegen einen ins Feld ziehen
См. также в других словарях:
πανδημεί — και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ επίρρ. με την συμμετοχή όλου τού λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως αρχ. φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
συστρατεύω — και αττ. τ. ξυστρατεύω Α εκστρατεύω από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρατεύω «εκστρατεύω» (< στρατός)] … Dictionary of Greek