-
1 συν-απο-κόπτω
συν-απο-κόπτω, mit od. zugleich abhauen, Plut. de vit. pud. 2.
-
2 συν-εκ-κόπτω
συν-εκ-κόπτω, mit od. zugleich aushauen, abhauen, τὰ δένδρα Xen. An. 4, 8, 8.
-
3 συν-δια-κόπτω
συν-δια-κόπτω, mit durchhauen, Sp.
-
4 συναποκόπτω
συν-απο-κόπτω, mit od. zugleich abhauen -
5 συνδιακόπτω
-
6 συνεκκόπτω
συν-εκ-κόπτω, mit od. zugleich aushauen, abhauen
См. также в других словарях:
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek