-
1 συνακμαζω
1) вместе цвести, одновременно быть в цвету Anth.2) вместе процветать, быть в расцвете силμέ συνακμασάντων Plut. — так как расцвет деятельности их (каждого из Гракхов) относится к разным временам;
Ἰφίτῳ συνακμάσαι λέγουσιν αὐτόν Plut. — говорят, что он (Ликург) был современником Ифита3) напрягать все силы, всячески добиватьсяσ. ταῖς ὁρμαῖς πρός τι Polyb. — прилагать все усилия к достижению чего-л.
См. также в других словарях:
συνορθώ — και αττ. τ. ξυνορθῶ, όω, Α 1. (συν. σχετικά με κατεστραμμένο κτήριο) ανορθώνω, αναστηλώνω 2. μέσ. συνορθοῦμαι, όομαι ευδοκιμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθῶ / οῦμαι «ορθώνω, ορθώνομαι, ακμάζω» (< ὀρθός)] … Dictionary of Greek
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek