-
1 συν-άεθλος
συν-άεθλος, = σύναϑλος, Opp. C. 1, 195.
См. также в других словарях:
συνάεθλος — ον, Α συναγωνιστής, συναθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄεθλος, επικός τ. αντί ἆθλος] … Dictionary of Greek
1 συν-άεθλος
συν-άεθλος, = σύναϑλος, Opp. C. 1, 195.
συνάεθλος — ον, Α συναγωνιστής, συναθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄεθλος, επικός τ. αντί ἆθλος] … Dictionary of Greek