1 συνωμεθα
Древнегреческо-русский словарь > συνωμεθα
συνὥμεθα — συνώμεθα , συνίημι bring aor subj mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνώμεθα — συνίημι bring aor subj mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)