-
1 συνωρικεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνωρικεύομαι
См. также в других словарях:
συνωρικεύομαι — και αττ. τ. ξυνωρικεύομαι Α οδηγώ συνωρίδα ή επιβαίνω σε συνωρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, ίδος μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *συνωρικός] … Dictionary of Greek