-
1 συντηρητικός
[синтиритикос] еж. способствующий сохранению, консервативный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συντηρητικός
-
2 συντηρητικός
[синтиритикос] ουσ. α (πολ.) консерватор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συντηρητικός
-
3 консервативный
-
4 консерватор
-
5 консервативный
консерв||ати́вныйприл συντηρητικός. -
6 консерватор
консерв||аторм в разн. знач. ὁ συντηρητικός. -
7 консервативный
[κανσιρβατίβνυϊ] επ. συντηρητικός -
8 консерватор
[κανσιρβάταρ] ουσ. α. συντηρητικός -
9 консервативный
[κανσιρβατίβνυϊ] επ συντηρητικός -
10 консерватор
[κανσιρβάταρ] ουσ α συντηρητικός -
11 консервативный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноσυντηρητικός. -
12 консерватор
-а α.συντηρητικός. || μέλος του συντηρητικού κόμματος. -
13 умеренный
επ. από μτχ.1. μέτριος, μέσος•умеренный аппетит μέτρια όρεξη•
-ая скорость μέση ταχύτητα•
умеренный жар μέτρια ζέστη•
умеренный мороз μέτριο ψύχος.
|| ήπιος, μαλακός• εύκρατος•ветер μέτριος άνεμος•
умеренный климат ήπιο κλίμα.
|| λογικός•-ая цена λογική τιμή•
-ые требования λογικές απαιτήσεις.
2. λιτός, απέριττος•-ая жизнь λιτή ζωή.
3. μετριοπαθής, μετριόφρονας•-ая политика μετριοπαθής πολιτική•
-ые взгляды μετριοπαθείς απόψεις•
умеренный консерватор μετριοπαθής συντηρητικός•
умеренный либерал μετριοπαθής φιλελεύθερος.
См. также в других словарях:
συντηρητικός — preservative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικός — ή, ό / συντηρητικός, ή, όν, ΝΑ [συντηρῶ (II)] 1. κατάλληλος για συντήρηση 2. αυτός που γίνεται για συντήρηση, για προφύλαξη («συντηρητικά μέτρα») νεοελλ. 1. μτφ. α) οπαδός τού συντηρητισμού β) (γενικά) άνθρωπος με παλαιές αντιλήψεις 2. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
συντηρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. κατάλληλος για συντήρηση, διαφύλαξη κάποιου πράγματος: Έριξαν μέσα στο κρασί συντηρητικές ουσίες. «Συντηρητικά μέτρα», προφυλακτικά μέτρα. 2. οπαδός του συντηρητισμού: Οισυντηρητικοί έχασαν τις εκλογές. – Το κόμμα αυτό είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντηρητικά — συντηρητικός preservative neut nom/voc/acc pl συντηρητικά̱ , συντηρητικός preservative fem nom/voc/acc dual συντηρητικά̱ , συντηρητικός preservative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικόν — συντηρητικός preservative masc acc sg συντηρητικός preservative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικαί — συντηρητικός preservative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικοί — συντηρητικός preservative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικῆς — συντηρητικός preservative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικῇ — συντηρητικός preservative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητική — συντηρητικός preservative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρητικήν — συντηρητικός preservative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)