-
1 συντάσσω
[синтассо] р. редактировать, составлять, учреждать, организовывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συντάσσω
-
2 строить
строить 1строго, строишьρ.δ.1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•строить дом χτίζω σπίτι•
строить мост φτιάχνω γεφύρι.
|| κατασκευάζω•строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.
|| ράβω (ένδυμα).2. μτφ. δημιουργώ•строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.
3. σχεδιάζω•строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.
4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•строить фразу συντάσσω φράση•
репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•
строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•
он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,
5. βασίζω, στηρίζω•строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.
6. κάνω•строить гримасы μορφάζω•
строить шутки κάνω αστεία.
7. συντάσσω•строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.
8. παλ. μουσ. κουρντίζω.εκφρ.строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•-лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.
5. βασίζομαι, στηρίζομαι.6. συντάσσομαι (στηγραμμή).строить 2строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строеноρ.σ.μ.τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές. -
3 составлять
составлятьнесов1. (собирать, объединять) συνενώνω·2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:\составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:\составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·4. (представлять, являться) ἀποτελώ:\составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι. -
4 выстроить
-ою, -оишь, ρ.σ.μ.1. χτίζω, οικοδομώ, ανεγείρω• τελειώνω την ανέγερση της οικοδομής.2. (στρατ.) συντάσσω•выстроить полк συντάσσω το σύνταγμα•
выстроить солдат в одну шеренгу συντάσσω τους στρατιώτες εφ’ ενός ζυγού.
1. (στρατ.) συντάσσομαι, μπαίνω στη γραμμή. || τοποθετούμαι•на тропинке -лись восемь пулеметов στο μονοπάτι στήθηκαν οχτώ πολυβόλα.
2. χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι.3. (απλ.) τελειώνω την οικοδομή μου. -
5 редактировать
-рую, -руешьρ.δ. к.σ.μ.1. συντάσσω•редактировать рукопись συντάσσω το χειρόγραφα-- статью συντάσσω το άρθρο•
редактировать газету κάνω τη σύνταξη της εφημερίδας•
редактировать резолюцию συ-ντάσω την αττόψαστ\.
2. διατυπώνω•-руйте иначе эту йазу διατυπώστε αλλιώς αυτή τη φράση.
1. συντάσσομαι.2. διατυπώνομαι. -
6 редактировать
-
7 составить
-
8 протокол
протоколм τό πρακτικό[ν]/ τό πρωτό-κολλον (дипломатичеЬкий и т. п.):\протокол заседания τά πρακτικά τής συνεδρίασης· внести в \протокол γράφω στά πρακτικά· составить \протокол συντάσσω πρακτικό[ν], συντάσσω πρωτόκολλο[ν]. -
9 редактированиеть
редактирование||тьсов и несов1. (текст) συντάσσω, θεωρώ, ἐπιμελούμαι·2. (рукозодить изданием):\редактированиетьть журнал εἶμαι διευθυντής συντάξεως περιοδικού·3. (формулировать) συντάσσω, διατυπώνω:по-другому \редактированиетьть фразу διατυπώνω ὀλλοιώς τή φράση. -
10 строить
строитьнесов1. κτίζω, χτίζω, οἰκοδομώ:\строить дом κτίζω σπίτι·2. перен (созидать, создавать) χτίζω:\строить планы κάνω σχέδια, σχεδιάζω·3. воен. συντάσσω, παρατάσσω:\строить в колонну παρατάσσω σέ φάλαγγα· 4.:\строить фразу συντάσσω φράση· \строить треугольник σχεδιάζω τρίγωνο· ◊ \строить гримасы κά(μ)νω μορφασμούς, στραβομουτσουνιάζω· \строить глазки κάνω τά γλυκά μάτια· \строить ко́зни ραδιουρ-γῶ, σκευωρώ, μηχανορραφώ. -
11 пристроить
ρ.σ.μ.1. παροικοδομώ.2. διευθετώ, τακτοποιώ, βολεύω.3. βάζω (τακτοποιώ) σε δουλειά. || προσκολλώ.4. συντάσσω πλησίον•пристроить второй взвод к третьму συντάσσω τη δεύτερη διμοιρία κοντά στην τρίτη.
1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι, βολεύομαι.2. πιάνω δουλειά, τακτοποιούμαι, σε εργασία. || προσκολλιέμαι.3. εισχωρώ προσχωρώ. -
12 компоновать
συνθέτω, συντάσσω, ταξινομώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компоновать
-
13 контракт
το συμβόλαι/ο, το συμφωνητικό, η σύμβαση- без оговоренного срока действия η ανοικτή σύμβαση (της οποίας ορισμένοι όροι έχουν αφεθεί ακαθόριστοι)действительный - η έγκυρη/νόμιμη σύμβασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контракт
-
14 планировать
I. 1. (составлять план или проект постройки, сооружения и т.п.) σχεδιάζω, προσχεδιάζω, προγραμματίζω 2. (устраивать, располагать что-л. согласно чертежу, плану) διαρρυθμίζω 3. (составлять план каких-л. мероприятий, развития чего-л) προγραμματίζω, κάνω/συντάσσω σχέδιο 4. (выравнивать поверхность) (εξ)ομαλύνω. II.ав. ανεμοπορώ, (κατ)ολισθαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планировать
-
15 прейскурант
ο τιμοκατάλογ/ος· *вклю-чать в - περιλαμβάνω στον - осоставить - φτιάχνω/συντάσσω τον - ο- с ценами СИФ - με τιμές C.I.F (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прейскурант
-
16 редактировать
1. (проверять) συντάσσω, επιμελούμαι, ελέγχω και διορθώνω 2. (руководить изданием) διευθύνω τη σύνταξη (περιοδικού, βιβλίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > редактировать
-
17 сводить
(сближать, соединять) συνδέω, ενώνω- в таблицу συντάσσω σε πίνακα, ταξινομώ/κατατάσσω σε μορφή πίνακαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сводить
-
18 составлять
1. (документ, график, план и т.п.) συντάσσω, καταστρώνω 2. (часть, долю чего-л.) σχηματίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > составлять
-
19 специфицировать
1. (производить классификацию) προσδιορίζω, καθορίζω, προδιαγράφω, περιγράφω, ταξινομώ 2. (составлять перечень чего-л.) κάνω/συντάσσω τον κατάλογο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специфицировать
-
20 строить
1. (здание, сооружение) κτίζω, οικοδομώ 2 (график, кривую) σχεδιάζω 3. (создавать, составлять что-л.) σχηματίζω, συντάσσω 4. (организовывать) σχηματίζω, τακτοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строить
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συντάσσω — put in order together pres subj act 1st sg συντάσσω put in order together pres ind act 1st sg συντάσσω put in order together pres subj act 1st sg συντάσσω put in order together pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντάσσω — συντάσσω, συνέταξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ … Dictionary of Greek
συντάσσω — σύνταξα, συντάχτηκα και χθηκα, συνταγμένος 1. γράφω κάποιο κείμενο: Συντάσσει αιτήσεις. 2. (γραμμ.), τοποθετώ τις λέξεις τη μια κοντά στην άλλη σύμφωνα με τους συντακτικούς κανόνες ή αναλύω τη σύνταξη μιας πρότασης: Τους ζήτησαν να συντάξουν μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνταγέντα — συντάσσω put in order together aor part pass neut nom/voc/acc pl συντάσσω put in order together aor part pass masc acc sg συντάσσω put in order together aor part pass neut nom/voc/acc pl συντάσσω put in order together aor part pass masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντάξω — συντάσσω put in order together aor subj act 1st sg συντάσσω put in order together fut ind act 1st sg συντάσσω put in order together aor subj act 1st sg συντάσσω put in order together fut ind act 1st sg συντάσσω put in order together aor ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντάσσῃ — συντάσσω put in order together pres subj mp 2nd sg συντάσσω put in order together pres ind mp 2nd sg συντάσσω put in order together pres subj act 3rd sg συντάσσω put in order together pres subj mp 2nd sg συντάσσω put in order together pres ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντάττετε — συντάσσω put in order together pres imperat act 2nd pl (attic) συντάσσω put in order together pres ind act 2nd pl (attic) συντάσσω put in order together pres imperat act 2nd pl (attic) συντάσσω put in order together pres ind act 2nd pl (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντάττῃ — συντάσσω put in order together pres subj mp 2nd sg (attic) συντάσσω put in order together pres ind mp 2nd sg (attic) συντάσσω put in order together pres subj act 3rd sg (attic) συντάσσω put in order together pres subj mp 2nd sg (attic) συντάσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγέντων — συντάσσω put in order together aor part pass masc/neut gen pl συντάσσω put in order together aor part pass masc/neut gen pl συντάσσω put in order together aor imperat pass 3rd pl συντάσσω put in order together aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταξαμένων — συντάσσω put in order together aor part mid fem gen pl συντάσσω put in order together aor part mid masc/neut gen pl συντάσσω put in order together aor part mid fem gen pl συντάσσω put in order together aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)