Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συντάσσομαι

См. также в других словарях:

  • συντάσσομαι — συντάσσομαι, συντάχθηκα και συντάχτηκα, συν(τε)ταγμένος βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: συντάσσομαι : η μτχ. παρακειμένου απαντάται και ως ουσιαστικό (η συντεταγμένη) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συντάσσομαι — συντάσσω put in order together pres ind mp 1st sg συντάσσω put in order together pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • εκφαυλίζω — (AM ἐκφαυλίζω) μσν. νεοελλ. κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω «η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους» «έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται» μσν. αρχ. περιφρονώ, θεωρώ… …   Dictionary of Greek

  • ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… …   Dictionary of Greek

  • ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • προσνέμω — Α [νέμω] 1. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («τοὺς δὲ γυμνικούς, κατὰ τὸ πρέπον προσνέμοντας τοῑς θεοῑς», Πλάτ.) 2. προσθέτω 3. (σχετικά με τμήματα γης) προσαρτώ («καὶ τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν διαπραξάμενος προσένειμε τοῑς Ἀχαιοῑς», Πολ.) 4. (για βοσκό)… …   Dictionary of Greek

  • προσχωρώ — προσχωρῶ, έω, ΝΑ 1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.) 2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα τής αντιπολίτευσης» β.… …   Dictionary of Greek

  • συγχρονώ — έω, Α [σύγχρονος] 1. είμαι σύγχρονος με κάποιον 2. αστρον. ανατέλλω συγχρόνως με άλλον 3. μέσ. συγχρονοῡμαι, έομαι γραμμ. κείμαι, συντάσσομαι στον ίδιο χρόνο («ὅ δύναται διελέγξαι τὸ ῥήμα μὴ συμπληθυνόμενον ἤ συγχρονούμενον», Απολλ. Δύσκ.) …   Dictionary of Greek

  • συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»