-
1 ξυντασσω
атт. συντάττω1) устраивать, организовать(τὸ σῶμα Plat.)
πολιτεία συντεταγμένη Arst. — благоустроенное государство2) основывать, учреждать(τὰ ξυσσίτια Plat.)
3) упорядочивать, налаживать(ὥρας καὴ μῆνας Plat.)
4) (при)соединять, связывать(τί τινι Plat.)
σ. τινὰς εἰς τὸ πολίτευμα Plut. — наделять кого-л. гражданскими правами;συντετάχθαι εἰς τοὺς Ἀχαιούς Plut. — присоединиться к Ахейскому союзу;5) тж. med. составлять(ἐπιτομέν Πολυβίου Plut.)
τὸ προοίμιον εἴς τι συντεταγμένον Plat. — составленное к какому-л. вопросу вступление6) med. сочинять, писать(ὑπέρ τινος Polyb.)
7) сочинять, выдумывать, измышлять(ψευδῆ κατηγορίαν κατά τινος Aeschin.)
ὅ ταῦτα πάντα συντεταχώς Dem. — инициатор всего этого8) воен. строить, выстраивать, располагать(πεζοὺς τῷ ἱππικω Xen.)
οἱ συντεταγμένοι Xen., Dem., συνταξάμενοι Arph., Xen. и συνταχθέντες Eur. — построенные в боевом порядке, стоящие в строю;συντάξασθαι βαθεῖαν τέν φάλαγγα Xen. — построить свою фалангу глубоким строем9) приспособлять, подготовлять, снаряжатьοὐ συντέταγμαι Plut. — я не подготовился;περὴ παίδων ἀγωγέν συντεταγμένος Diog.L. — обладающий способностями к воспитанию детей;ἥ συντεταγμένη ἔφοδος Polyb. — хорошо подготовленная атака;ὅ συντεταγμένος στρατηγός Xen. — дельный полководец10) (о законах, налогах и т.п.) устанавливать, определять(σύνταγμα εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον Aeschin.; συντεταγμένα νόμοις ἔθη Plat.)
τὸ συντεταγμένον Arst. — налог в установленном размере11) облагать налогами(τινάς Aeschin.)
περὴ τοῦ συνταχθῆναι ἐκκλησία Dem. — совещание по вопросам обложения12) предписывать, обязывать(τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aeschin.)
ταῦτα συνετάχθη τῷ ναυάρχῳ ἄνευ τοῦ δήμου Dem. — эти предписания были даны наверху без ведома народа;σ. θεραπείαν (sc. τινί) Plut. — назначать кому-л. лечение;ἐποίησαν ὡς συνέταξεν αὐτοῖς NT. — они сделали так, как он им велел;τὰ συντεταγμένα Diod. — (врачебные) предписания13) обусловливать, заключать соглашениеσυντάξασθαί τι πρός τινα Polyb. — условиться с кем-л. о чем-либо;
τὸ συντεταγμένον и τὸ συντανθέν Polyb. — соглашение, условие14) med. прощатьсяσυντάσσομαι ὑμῖν Anth. — прощайте
-
2 συντασσω
атт. συντάττω1) устраивать, организовать(τὸ σῶμα Plat.)
πολιτεία συντεταγμένη Arst. — благоустроенное государство2) основывать, учреждать(τὰ ξυσσίτια Plat.)
3) упорядочивать, налаживать(ὥρας καὴ μῆνας Plat.)
4) (при)соединять, связывать(τί τινι Plat.)
σ. τινὰς εἰς τὸ πολίτευμα Plut. — наделять кого-л. гражданскими правами;συντετάχθαι εἰς τοὺς Ἀχαιούς Plut. — присоединиться к Ахейскому союзу;5) тж. med. составлять(ἐπιτομέν Πολυβίου Plut.)
τὸ προοίμιον εἴς τι συντεταγμένον Plat. — составленное к какому-л. вопросу вступление6) med. сочинять, писать(ὑπέρ τινος Polyb.)
7) сочинять, выдумывать, измышлять(ψευδῆ κατηγορίαν κατά τινος Aeschin.)
ὅ ταῦτα πάντα συντεταχώς Dem. — инициатор всего этого8) воен. строить, выстраивать, располагать(πεζοὺς τῷ ἱππικω Xen.)
οἱ συντεταγμένοι Xen., Dem., συνταξάμενοι Arph., Xen. и συνταχθέντες Eur. — построенные в боевом порядке, стоящие в строю;συντάξασθαι βαθεῖαν τέν φάλαγγα Xen. — построить свою фалангу глубоким строем9) приспособлять, подготовлять, снаряжатьοὐ συντέταγμαι Plut. — я не подготовился;περὴ παίδων ἀγωγέν συντεταγμένος Diog.L. — обладающий способностями к воспитанию детей;ἥ συντεταγμένη ἔφοδος Polyb. — хорошо подготовленная атака;ὅ συντεταγμένος στρατηγός Xen. — дельный полководец10) (о законах, налогах и т.п.) устанавливать, определять(σύνταγμα εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον Aeschin.; συντεταγμένα νόμοις ἔθη Plat.)
τὸ συντεταγμένον Arst. — налог в установленном размере11) облагать налогами(τινάς Aeschin.)
περὴ τοῦ συνταχθῆναι ἐκκλησία Dem. — совещание по вопросам обложения12) предписывать, обязывать(τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aeschin.)
ταῦτα συνετάχθη τῷ ναυάρχῳ ἄνευ τοῦ δήμου Dem. — эти предписания были даны наверху без ведома народа;σ. θεραπείαν (sc. τινί) Plut. — назначать кому-л. лечение;ἐποίησαν ὡς συνέταξεν αὐτοῖς NT. — они сделали так, как он им велел;τὰ συντεταγμένα Diod. — (врачебные) предписания13) обусловливать, заключать соглашениеσυντάξασθαί τι πρός τινα Polyb. — условиться с кем-л. о чем-либо;
τὸ συντεταγμένον и τὸ συντανθέν Polyb. — соглашение, условие14) med. прощатьсяσυντάσσομαι ὑμῖν Anth. — прощайте
-
3 ανάστημα
τό1) рост, вышина; υψηλού (μικρού) αναστήματος высокого (низкого) роста;συντάσσομαι κατ· ανάστημα — вставать по росту;
2) смелость, мужество;3) моральная сила, величие; § αυτό δεν είναι τού αναστήματος μου это мне не по силам -
4 συντάσσω
μετ.1) редактировать; 2) составлять (план и т. п.); сочинять;συντάσσω λεξικό — составлять словарь;
συντάσσω απόφαση — составлять решение;
συντάσσω ομιλία — сочинить речь;
3) воен, строить, выстраивать;4) грам, согласовывать;1) воен. — строиться, выстраиваться;συντάσσομαι
2) грам, согласовываться; требовать (падежа и т. п.)
См. также в других словарях:
συντάσσομαι — συντάσσομαι, συντάχθηκα και συντάχτηκα, συν(τε)ταγμένος βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: συντάσσομαι : η μτχ. παρακειμένου απαντάται και ως ουσιαστικό (η συντεταγμένη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συντάσσομαι — συντάσσω put in order together pres ind mp 1st sg συντάσσω put in order together pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
εκφαυλίζω — (AM ἐκφαυλίζω) μσν. νεοελλ. κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω «η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους» «έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται» μσν. αρχ. περιφρονώ, θεωρώ… … Dictionary of Greek
ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… … Dictionary of Greek
ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
προσνέμω — Α [νέμω] 1. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («τοὺς δὲ γυμνικούς, κατὰ τὸ πρέπον προσνέμοντας τοῑς θεοῑς», Πλάτ.) 2. προσθέτω 3. (σχετικά με τμήματα γης) προσαρτώ («καὶ τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν διαπραξάμενος προσένειμε τοῑς Ἀχαιοῑς», Πολ.) 4. (για βοσκό)… … Dictionary of Greek
προσχωρώ — προσχωρῶ, έω, ΝΑ 1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.) 2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα τής αντιπολίτευσης» β.… … Dictionary of Greek
συγχρονώ — έω, Α [σύγχρονος] 1. είμαι σύγχρονος με κάποιον 2. αστρον. ανατέλλω συγχρόνως με άλλον 3. μέσ. συγχρονοῡμαι, έομαι γραμμ. κείμαι, συντάσσομαι στον ίδιο χρόνο («ὅ δύναται διελέγξαι τὸ ῥήμα μὴ συμπληθυνόμενον ἤ συγχρονούμενον», Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek