-
1 συννομη
-
2 συννομή
συννομήa feeding together: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 συννομή
συννομ-ή, ἡ,III [dialect] Dor. [full] συννομά, a division of the people at Camirus, Clara Rhodos 6/7.428.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συννομή
-
4 συννομή
συν-νομή, ἡ, das Zusammenweiden; Zusammenordnung -
5 συν-νομικός
συν-νομικός, ή, όν, zum Mitweiden gehörig; ἡ συννομική, sc. τέχνη, die Kunst zusammenweiden zu lassen, was sich zusammenschickt, Plat. Polit. 268 c, nach der vulg. S. συννομή.
-
6 συννομής
συννομεύςfellow-shepherd: masc nom plσυννομεύςfellow-shepherd: masc nom /voc plσυννομήa feeding together: fem gen sg (attic epic ionic) -
7 συννομῆς
συννομεύςfellow-shepherd: masc nom plσυννομεύςfellow-shepherd: masc nom /voc plσυννομήa feeding together: fem gen sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
συννομή — a feeding together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννομή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α [συννέμω] νεοελλ. (νομ.) η από κοινού άσκηση τής νομής, δηλαδή τής φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίου αρχ. 1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής 2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο 3. (στην… … Dictionary of Greek
συννομικός — ή, όν, Α [συννομή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύννομη*, σε κοινή βοσκή … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
συννομά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. σύννομη … Dictionary of Greek
συννόμιον — τὸ, Μ [συννομή] τόπος στον οποίο βόσκουν μαζί διαφορετικά κοπάδια … Dictionary of Greek
συννομῆς — συννομεύς fellow shepherd masc nom pl συννομεύς fellow shepherd masc nom/voc pl συννομή a feeding together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)