-
1 συν-οράω
συν-οράω (s. ὁράω), übersehen, ansehen, ἀλλήλους, Xen. An. 5, 2, 13; einsehen, erkennen, Isocr. 2, 7. 3, 17; τὸ μέγεϑος συνίδοι, 4, 120; συνεωρακέναι καὶ λελογίσϑαι παρ' ἑαυτῷ, Dem. 45, 68; εἰς μίαν ἰδέαν συνορῶντα ἄγειν τὰ πολλὰ διεσπαρμένα, Plat. Phaedr. 265 d; Folgde; συνιδὼν τὸν κίνδυνον, Plut. Them. 7; συνώφϑη, Pol. 6, 49, 6.
См. также в других словарях:
συνιδών — σύν εἶδον see aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
видѣтисѧ — ВИ|ДѢТИСѦ (44), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ. гл. 1.Быть видимым, представляться, казаться: повелѣвъша свѣтьло коупьно и радостьно. цр҃квьноѥ творить зьданиѥ... больши же бл҃годать и веселиѥ въ цр҃къвънѣмь вид˫ашетьс˫а помостѣ. (ὡρᾶτο) ЖФСт XII, 49 об.; нъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
συνορώ — (I) άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [ὁρῶ] μσν. (με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω αρχ. 1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῑ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.) 2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ… … Dictionary of Greek