Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

συνηθείᾳ

  • 1 itiyat

    συνήθεια

    Türkçe-Yunanca Sözlük > itiyat

  • 2 configuration

    συνήθεια

    Dictionnaire Français-Grec > configuration

  • 3 şartlanma

    συνήθεια, φανατισμός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > şartlanma

  • 4 привычка

    -и, γεν. πλθ. -чек θ. συνήθεια, έξη•

    хорошая привычка καλή συνήθεια•

    плохая привычка κακή συνήθεια•

    отучить от -и ξεσυνηθίζω•

    усвоить дурную -у αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυ, -νηθίζω•

    это входит в его -и αυτός τό χει (πάρει) συνήθεια привычка - вторая натура η έξη είναι δεύτερη φύση•

    выработать в себе -у το κάνω συνήθεια•

    иметь -у τό χω (έχω) συνήθεια•

    укоренившая привычка ριζωμένη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > привычка

  • 5 привычка

    привычка ж η συνήθεια, το συνήθιο* войти в \привычкау το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να...· приобрести \привычкау συνηθίζω· у меня \привычка έχω συνήθιο· по \привычкае από συνήθεια
    * * *
    ж
    η συνήθεια, το συνήθιο

    войти́ в привы́чку — το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να…

    приобрести́ привы́чку — συνηθίζω

    у меня́ привы́чка — έχω συνήθιο

    по привы́чке — από συνήθεια

    Русско-греческий словарь > привычка

  • 6 привычка

    привыч||ка
    ж ἡ συνήθεια, τό συνήθειο, ἡ δξη [-ις]:
    плохая \привычка ἡ κακή συνήθεια, ἡ κακή ἐξις· это вошло́ у него́ в \привычкаку τοῦ ἐγινε συνήθεια, τό πήρε συνήθειο· по \привычкаке ἀπό συνήθεια· иметь \привычкаку ἔχω τή συνήθεια· дело \привычкаки ζήτημα συνήθειας.

    Русско-новогреческий словарь > привычка

  • 7 обыкновение

    ουδ.
    συνήθεια• έξη•

    иметь обыкновение έχω τη συνήθεια•

    по своему -ю κατά τη συνήθεια μου•

    это вошло в обыкновение αυτό έγινε συνήθεια•

    это вышло из -я αυτό ξεσυνηθίστηκε ή δε συνηθίζεται πιά.

    εκφρ.
    по -ю – κατά τα συνηθισμένα (τα ειωθώτα)•
    против -я – παρά τη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > обыкновение

  • 8 обыкновение

    обыкновение
    с ἡ συνήθεια:
    иметь \обыкновение ἔχω τή συνήθεια· по \обыкновениеию ὅπως συνηθίζεται, κατά τό σύνηθες· против \обыкновениеия παραβαίνοντας τά συνηθισμένα, παρά τή συνήθεια, παρά τό σύνηθες.

    Русско-новогреческий словарь > обыкновение

  • 9 обычай

    обыч||ай
    м τό ἐθιμο[ν], ἡ συνήθεια:
    местный \обычай τό ἐθιμο (или ἡ συνήθεια) τοῦ τόπου, τό τοπικό ἐθιμο· по \обычайаю κατά τά ἔθιμα· ◊ быть в \обычайае у кого-л. εἶναι συνήθεια σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > обычай

  • 10 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 11 вредный

    вредный βλαβερός, κακός επικίνδυνος (опасный) \вредныйая привычка η κακή συνήθεια \вредный для здоровья ανθυγιεινός
    * * *
    βλαβερός, κακός; επικίνδυνος ( опасный)

    вре́дная привы́чка — η κακή συνήθεια

    вре́дный для здоро́вья — ανθυγιεινός

    Русско-греческий словарь > вредный

  • 12 инерция

    инерция ж η αδράνεια* по \инерцияи перен. από συνήθεια
    * * *
    ж
    η αδράνεια

    по ине́рции — перен. από συνήθεια

    Русско-греческий словарь > инерция

  • 13 навык

    навык м η συνήθεια· η πραχτική, η πείρα (опыт)
    * * *
    м
    η συνήθεια; η πραχτική, η πείρα ( опыт)

    Русско-греческий словарь > навык

  • 14 отвыкать

    отвыкать
    несов, отвыкнуть сов ξεσυ-νηθίζω (άμετ.), ξεμαθαίνω, κόβω (τήν συνήθεια):
    \отвыкать от курения κόβω τό κάπνισμα· \отвыкать от дома ξεσυνηθίζω (или ξεμαθαίνω) τό σπίτι· \отвыкать от плохой привычки κόβω τήν κακή συνήθεια

    Русско-новогреческий словарь > отвыкать

  • 15 habit

    ['hæbit]
    1) (something which a person does usually or regularly: the habit of going for a walk before bed; an irritating habit of interrupting.) συνήθεια
    2) (a tendency to do the same things that one has always done: I did it out of habit.) συνήθεια,έξη
    3) (clothes: a monk's habit.) ένδυμα
    - habitually
    - from force of habit
    - get someone into
    - get into
    - out of the habit of

    English-Greek dictionary > habit

  • 16 войти

    войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•

    войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•

    заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.

    2. συμπεριλαμβάνομαι•

    войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.

    || γίνομαι μέλος•

    он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.

    3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•

    белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.

    4. εισχωρώ, εισδύω•

    войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.

    5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•

    в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•

    войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•

    войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•

    войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•

    войти в известность γίνομαι γνωστός.

    εκφρ.
    войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•
    войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•
    войти в дружбу – πιάνω φιλία•
    войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•
    войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•
    войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•
    войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•
    войти в лета ή в года ή в возрастπαλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•
    войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•
    войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•
    войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό.

    Большой русско-греческий словарь > войти

  • 17 заведение

    ουδ.
    1. ίδρυμα•

    высшее учебное заведение ανώτερο εκπαιδευτικό’ίδρυμα•

    исправительное заведение παλ. αναμορφωτικό ίδρυμα, αναμορφωτήριο•

    лечебное заведение θεραπευτήριο•

    богоугодное заведение φιλανθρωπικό ίδρυμα.

    2. κατάστημα, οίκος•

    торговое заведение εμπορικό κατάστημα•

    трактирное (ή питейное) заведение πανδοχείο, καμπαρέ.

    3. ίδρυση, ανέγερση, φτιάξιμο•

    заведение школ ανέγερση σχολικών κτιρίων.

    4. (απλ.) συνήθεια•

    у нас такое заведение εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > заведение

  • 18 замашка

    θ.
    συνήθεια, τρόπος, ήθος, συμπεριφορά, φέρσιμο•

    барские -и αρχοντική συνήθεια ή αρχοντικό φέρσιμο.

    θ.
    (διαλκ.) είδος κανναβιού.

    Большой русско-греческий словарь > замашка

  • 19 манера

    θ.
    1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•

    манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•

    резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•

    у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.

    || συνήθεια•

    у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.

    2. ύφος, στυλ•

    манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•

    переменить -у αλλάζω το στυλ.

    3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•

    вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•

    непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•

    скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•

    странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.

    εκφρ.
    всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά.

    Большой русско-греческий словарь > манера

  • 20 обычай

    α.
    έθιμο, συνήθεια ζακόνι•

    нравы и -и τα ήθη και έθιμα•

    старинный -παλαιό έθιμο•

    местный обычай τοπικό έθιμο•

    это вошло в обычай αυτό έγινε συνήθεια•

    по принятому -го κατά το επικρατόν έθιμο•

    это у нас в -е αυτό είναι το έθιμο μας.

    Большой русско-греческий словарь > обычай

См. также в других словарях:

  • συνηθεία — συνηθείᾱ , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθείᾳ — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθεια — habitual intercourse fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • συνήθεια — η 1. η τάση που απόκτησε κάποιος με την επανάληψη της ίδιας ενέργειας και με τον ίδιο τρόπο: Δεν αλλάζει εύκολα συνήθειες. – Του έγινε συνήθεια να ξυπνά πολύ πρωί. 2. έθιμο: Δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνήθειες αυτού του τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνηθείας — συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem acc pl συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονυχοφαγία — Συνήθεια να δαγκώνει κανείς τα νύχια του, συχνή μεταξύ των παιδιών, η οποία μπορεί να έχει παθολογική σημασία νευρωσικού τύπου, όταν παρουσιάζεται μαζί με άλλα συμπτώματα της πάθησης. Μερικές φορές παρατείνεται και κατά την ενηλικίωση και μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • συνήθει' — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg συνήθειαι , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήθεια — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθείαι — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθειῶν — συνήθεια habitual intercourse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»