-
1 συνηθεία
συνηθείᾱ, συνήθειαhabitual intercourse: fem nom /voc /acc dual——————συνηθείᾱͅ, συνήθειαhabitual intercourse: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συνήθεια
συνήθεια, ας, ἡ (ἦθος)① a relationship in which the participants are compatible because of shared interests, friendship, fellowship, intimacy (Isocr., Aeschin. et al.; ins, pap) πρός τινα with someone (Polyb. 1, 43, 4; 31, 14, 3; Plut., Crass. 544 [3, 6]; PAmh 145, 10; Jos., Ant. 15, 97) IEph 5:1 (συνήθειαν ἔχ. πρός τινα also Vett. Val. 228, 23). There is a close semantic relationship between ‘being accustomed to one another’ in the sharing of values in a personal relationship and② a usage or practice that has become established or standard, custom (Hom. Hymns; Pla.; ins, pap, 4 Macc; Philo, Spec. Leg. 3, 35 al.; Joseph.; Mel., HE 4, 26, 9; so as loanw. in rabb.).ⓐ subjectively being or becoming accustomed τῇ συνηθείᾳ ἕως ἄρτι τοῦ εἰδώλου (obj. gen. as SIG 888, 154 διὰ τὴν συνήθειαν τῆς τοιαύτης ἐνοχλήσεως.—τῇ ς. is dat. of cause; s. on ἀπιστία 1) through being accustomed to idols in former times 1 Cor 8:7.ⓑ objectively custom, habit, usage (Jos., Ant. 10, 72) Dg 2:1. τὴν συνη̣θ̣ι̣α̣[ν τῆς]| νη̣[ … νη]σ̣τίας AcPl Ha 7, 10f (some dittography [?], rdg. uncertain). συνήθειαν ἔχειν (PFlor 210, 15) 1 Cor 11:16; w. inf. foll. Hm 5, 2, 6. ἔστιν συνήθειά τινι w. ἵνα foll. J 18:39.—Renehan ’75 p. 185. DELG s.v. ἦθος. M-M. Sv. -
3 συνηθεια
ἥ1) общение, близость(σ. καὴ φιλία Arst.)
2) связь, сожительство Xen.3) ( у животных) спаривание Arst.4) кучка или стадоκατὰ συνηθείας Arst. — стадами, Polyb. отдельными группами
5) привычка, навык HH.σ. τινος Xen., Dem. — привычка к чему-л.;
6) практика, упражнение(ἐμπειρία καὴ σ. Polyb.; συνήθειαν ἔχειν τινί Polyb.; συνήθειαν κτᾶσθαι πρός τι Plut.)
7) обыкновение, обычай(ἔστι σ. ὑμῖν, ἵνα … NT.)
8) обычное употребление(ῥημάτων καὴ ὀνομάτων Plat.)
9) разговорный язык, говор(τῶν Ἀθηναίων Sext.)
ἐν τῇ συνηθείᾳ Plut. — в просторечии -
4 συνήθεια
συνήθεια, ἡ,A habitual intercourse, acquaintance, intimacy, αἱ πρὸς ἀλλήλους ς. Isoc.1.1;διατριβαὶ καὶ -θειαι μετά τινων Aeschin.2.23
; ἡ τῶν φίλων ς. ib.152;σ. καὶ φιλία Arist.GA 753a12
; ἡ πολιτικὴ ς. Id.EN 1181a11;τὰς τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1
;ὅπως ἂν αἱ σ. διαζευχθῶσιν Arist.Pol. 1319b26
; καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι ς. PCair.Zen.42.2 (iii B.C.);ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ PMich.Zen.82.3
(iii B.C.).b sexual intercourse, X.Cyr.6.1.31 (v.l.);σ. ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e
;πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23
.2 of animals, herding together, Arist.HA 575b19; νέμεσθαι κατὰ συνηθείας in herds, ib. 611a7, cf. Ael.NA2.31; so of soldiers, κατὰ συνηθείας in messes, Plb.35.4.14.II habit, custom, h.Merc.485 (pl.), Hp.VM3, Pl.R. 516a, etc.; pl., φαῦλαι ς. bad habits, Epicur.Sent.Vat.46; ; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in his own accustomed haunts, Id.Lg. 865e; ἡ σ. τοῦ ἔργου habituation to it, X.Cyn.12.4;λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3
, cf. 60.27;πολλῆς.. σ. ἡ ῥητορική Epicur.Fr.46
; τῇ σ. τοῦ εἰδώλου by being used to it, 1 Ep.Cor.8.7; practice, Plb.1.42.7, cf.Pl. Lg. 656d: with Preps.,διὰ συνήθειαν Id.Sph. 248b
; διὰ τὴν ς. Arist. HA 494b21;ἐκ συνηθείας OGI629.12
,79 (Palmyra, ii A.D.); κατὰ ς. Pl.R.l.c.;παρὰ συνήθειαν Id.Lg. 655e
;ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.Tht. 157b
; σ. ἔχειν τῇ πολιτείᾳ to be used to it, practised in it, Plb.39.5.2;σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a
.2 the customary usage of language,ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Pl.Tht. 168b
, cf. Chrysipp.Stoic.3.33; εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι brought the city to habitual use of this phrase, Aeschin. 1.165; ἡ σ. τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους ς., Phld.Rh.1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.Po.5.2; ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ ς. Diocl. Magn.Stoic.3.214: abs., ordinary language, ἐν τῇ ς. Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; κατὰ τὴν ς. A.D.Synt.323.22, cf. Demetr.Eloc.69, al., D.H. Amm.2.11, Herod.Med. in Rh.Mus.49.549.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνήθεια
-
5 συνήθεια
συνήθειαhabitual intercourse: fem nom /voc sg -
6 συνήθεια
η, συνήθ(ε)ιο τό привычка, обыкновение; обычай;ζήτημα συνήθειας — дело привычки;
είναι συνήθεια σε κάποιον — быть в обычае у кого-л.;
δεν έχω συνήθεια — не иметь привычки;
τώχω συνήθεια — я уже привык;
του έγινε συνήθεια — или τό πήρε συνήθειο — это вошло у него в привычку;
κατά ( — или από) συνήθεια — по привычке;
κατά την συνήθεια - — ло обычаю;
παρά τη συνήθεια — против обыкновения;
έχω τη συνήθεια — иметь обыкновение;
§ κάθε τόπος και συνήθειο — погов, что ни город, то норов
-
7 συνηθείᾳ
Βλ. λ. συνηθεία -
8 συνήθεια
{сущ., 2}1. общение, близость, интимность;2. обычай, привычка, обыкновение. Ин. 18:39; 1Кор. 11:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνήθεια
-
9 συνήθεια
{сущ., 2}1. общение, близость, интимность;2. обычай, привычка, обыкновение. Ин. 18:39; 1Кор. 11:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνήθεια
-
10 συνηθείᾳ
[по] привычкеσυνήθειαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνηθείᾳ
-
11 συνήθεια
обычайσυνηθείᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνήθεια
-
12 συνήθεια
1. общение, близость, интимность; 2. обычай, привычка, обыкновение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνήθεια
-
13 συνήθεια
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-4=4 4 Mc 2,13; 6,13; 13,22.27daily companionship 4 Mc 13,22; acquaint-ance, intimacy 4 Mc 2,13Cf. LLEWELYN 1994, 76 -
14 συνήθεια
[синитиа] ουσ θ привыча, обыкновение, обычаи, нравы. -
15 συνήθεια
συν-ήθεια, ἡ, das Zusammenwohnen, -leben; geselliger Umgang; von Liebesgemeinschaft; Angewöhnung, Gewohnheit; ὑπὸ συνηϑείας, aus Gewohnheit; ἐκ συνηϑείας ῥημάτων τε καὶ ὀνομάτων, nach dem Sprachgebrauche; Übung -
16 συνήθεια
1) configuration2) habitude -
17 συνήθεια
1) nawyk (m) rzecz.2) przyzwyczajenie (n) rzecz.3) zwyczaj (m) rzecz. -
18 συνήθεια
1) návyk2) zvyk -
19 συνήθεια
habitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνήθεια
-
20 Η συνήθεια κάνει νόμο
– Η έξη είναι η δεύτερη φύση– Η συνήθεια κάνει νόμο– Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι• Привычка – вторая натураИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η συνήθεια κάνει νόμο
См. также в других словарях:
συνηθεία — συνηθείᾱ , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθείᾳ — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθεια — habitual intercourse fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… … Dictionary of Greek
συνήθεια — η 1. η τάση που απόκτησε κάποιος με την επανάληψη της ίδιας ενέργειας και με τον ίδιο τρόπο: Δεν αλλάζει εύκολα συνήθειες. – Του έγινε συνήθεια να ξυπνά πολύ πρωί. 2. έθιμο: Δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνήθειες αυτού του τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνηθείας — συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem acc pl συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονυχοφαγία — Συνήθεια να δαγκώνει κανείς τα νύχια του, συχνή μεταξύ των παιδιών, η οποία μπορεί να έχει παθολογική σημασία νευρωσικού τύπου, όταν παρουσιάζεται μαζί με άλλα συμπτώματα της πάθησης. Μερικές φορές παρατείνεται και κατά την ενηλικίωση και μπορεί… … Dictionary of Greek
συνήθει' — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg συνήθειαι , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνήθεια — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθείαι — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθειῶν — συνήθεια habitual intercourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)