-
1 ξυστρεφω
1) скручивать, свертывать, собирать вместе(φρυγάνων πλῆθος NT.)
τυφῷ καὴ πρηστῆρι ξυστρέψας Arph. — закружив в ураганном вихре;συστρέψας ἑαυτόν, ὥσπερ θηρίον, ἦκεν ἐφ΄ ἡμᾶς Plat. — сжавшись в клубок, словно зверь, он ринулся на нас;συστρεφόμενος διὰ τὸ ῥιγοῦν Plut. — съежившийся от холода;συστρέψαι τὸν ἵππον Plut. — подобрать, т.е. пришпорить коня;συστραφέντες Her., Thuc. и συνεστραμμένοι Xen., Dem. — собравшись плотной массой, сомкнув ряды2) объединять, сливать воедино(τὸ Μηδικὸν ἔθνος Her.)
3) объединяться, заключать между собой соглашение(ἐπί τινα Aeschin.)
ξυστραφέντες καὴ κοινῇ βουλευσάμενοι Thuc. — организовавшись и сообща приняв решение4) сжимать, уплотнять, сгущать5) сокращать, вкратце излагать(τὰ νοήματα Arst.)
συστρέψας γράφει Aeschin. — он сжато пишет;ῥῆμα συνεστραμμένον Plat. — сжатое изречение -
2 συστρεφω
1) скручивать, свертывать, собирать вместе(φρυγάνων πλῆθος NT.)
τυφῷ καὴ πρηστῆρι ξυστρέψας Arph. — закружив в ураганном вихре;συστρέψας ἑαυτόν, ὥσπερ θηρίον, ἦκεν ἐφ΄ ἡμᾶς Plat. — сжавшись в клубок, словно зверь, он ринулся на нас;συστρεφόμενος διὰ τὸ ῥιγοῦν Plut. — съежившийся от холода;συστρέψαι τὸν ἵππον Plut. — подобрать, т.е. пришпорить коня;συστραφέντες Her., Thuc. и συνεστραμμένοι Xen., Dem. — собравшись плотной массой, сомкнув ряды2) объединять, сливать воедино(τὸ Μηδικὸν ἔθνος Her.)
3) объединяться, заключать между собой соглашение(ἐπί τινα Aeschin.)
ξυστραφέντες καὴ κοινῇ βουλευσάμενοι Thuc. — организовавшись и сообща приняв решение4) сжимать, уплотнять, сгущать5) сокращать, вкратце излагать(τὰ νοήματα Arst.)
συστρέψας γράφει Aeschin. — он сжато пишет;ῥῆμα συνεστραμμένον Plat. — сжатое изречение
См. также в других словарях:
συνεστραμμένοι — συστρέφω twist up perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
σειρίδα — η / σειρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σιρίτι 2. (ηλεκτρολ.) εύκαμπτο σύνολο από δύο ή περισσότερους μονωμένους αγωγούς που είναι συνεστραμμένοι μεταξύ τους και έχουν κοινό περίβλημα, σύνολο το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση διαφόρων φορητών… … Dictionary of Greek
σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
νηματέλμινθες — Τύπος ασπόνδυλων με σώμα κυλινδρικό, μη μεταμερικό, γενικά χωρίς κινητικές αποφύσεις, του οποίου η επιδερμίδα έχει σκληρυνθεί από μια ουσία ανάλογη με τη χιτίνη των εντόμων. Εξαιτίας της μορφής του σώματός τους, οι ν. λέγονται λαθεμένα και… … Dictionary of Greek
ՄԻԱԳՈՒՆԴ — ( ) NBH 2 0263 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c ա.մ. συνεστραμμένοι, πανεθνεί եւն. Համագունդ. համախումբ. միահամուռ. ամենեքին առ հասարակ. միաբան. *Միագունդ գնալ, կամ անցանել, խաղալ, դիմել, երթալ, ժողովիլ. ՟Ա. Մակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)