-
1 συνεδριάζω
συνεδριάζωpres subj act 1st sgσυνεδριάζωpres ind act 1st sg -
2 συνεδριάζω
αμετ. заседать -
3 συνεδριάζω
[синэдриазо] ρ. заседать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνεδριάζω
-
4 συνεδριάζω
V 0-0-0-1-0=1 Prv 3,32to sit among, to meet in council [ἔν τινι]; neol. -
5 συνεδριάζω
[синэдриазо] ρ заседать. -
6 συνεδριάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεδριάζω
-
7 εδριάζω
(→συνεδριάζω,,) -
8 συνεδριαζόντων
συνεδριάζωpres part act masc /neut gen plσυνεδριάζωpres imperat act 3rd pl -
9 συνεδριασθέντα
συνεδριάζωaor part pass neut nom /voc /acc plσυνεδριάζωaor part pass masc acc sg -
10 συνεδριασάντων
συνεδριάζωaor part act masc /neut gen plσυνεδριάζωaor imperat act 3rd pl -
11 συνεδριάζει
συνεδριάζωpres ind mp 2nd sgσυνεδριάζωpres ind act 3rd sg -
12 συνεδριάζοντι
συνεδριάζωpres part act masc /neut dat sgσυνεδριάζωpres ind act 3rd pl (doric) -
13 συνεδριάζουσι
συνεδριάζωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)συνεδριάζωpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
14 συνεδριάζουσιν
συνεδριάζωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)συνεδριάζωpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
15 συνεδρίαζον
συνεδριάζωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)συνεδριάζωimperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
16 συνεδριάζειν
συνεδριάζωpres inf act (attic epic) -
17 συνεδριάζοντες
συνεδριάζωpres part act masc nom /voc pl -
18 συνεδριάζοντος
συνεδριάζωpres part act masc /neut gen sg -
19 συνεδριάζων
συνεδριάζωpres part act masc nom sg -
20 συνεδριάσαντες
συνεδριάζωaor part act masc nom /voc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνεδριάζω — pres subj act 1st sg συνεδριάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζω — συνεδριάζω, συνεδρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνεδριάζω — ΝΜΑ [συνεδρία] συμμετέχω σε σύσκεψη, συγκροτώ συνεδρία (α. «η βουλή θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ δικαστήριον συνεδριάζει», Φώτ.) αρχ. (το ουδ. τής παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδριασθέντα οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα… … Dictionary of Greek
συνεδριάζω — συνεδρίασα, συνέρχομαι για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων: Συνεδρίασε ο σύλλογος των καθηγητών για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεδριαζόντων — συνεδριάζω pres part act masc/neut gen pl συνεδριάζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριασθέντα — συνεδριάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl συνεδριάζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριασάντων — συνεδριάζω aor part act masc/neut gen pl συνεδριάζω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζει — συνεδριάζω pres ind mp 2nd sg συνεδριάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζοντι — συνεδριάζω pres part act masc/neut dat sg συνεδριάζω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζουσι — συνεδριάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεδριάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζουσιν — συνεδριάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεδριάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)