-
1 συνηγορος
I2говорящий заодно, подтверждающий(τοῖς πάλαι μαντείοις Soph.)
IIὅ1) заступник, единомышленникκαὴ φημὴ ταὐτὰ καὴ συνήγορόν μ΄ ἔχεις Aesch. — я говорю то же самое, и в моем лице ты имеешь заступника
2) судебный защитник Dem.3) синегор (член прокурорского надзора, выступавший в качестве защитника действующих законов в случае внесения новых законопроектов Dem., в качестве государственного обвинителя Plut. или в качестве государственного контролера Arst.)
См. также в других словарях:
συνήγορον — συνήγορος speaking with masc/fem acc sg συνήγορος speaking with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνήγορον — συνήγορον , συνήγορος speaking with masc/fem acc sg συνήγορον , συνήγορος speaking with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήγορος — ο, η / συνήγορος, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, ον, Α ως ουσ. 1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια 2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου νεοελλ. (νομ.) ο νομικός… … Dictionary of Greek