Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμμαχία

  • 81 Federation

    subs.
    Alliance: Ar. and P. συμμαχία, ἡ.
    League: P. συνωμοσία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Federation

  • 82 League

    subs.
    Ar. and P. συνωμοσία, ἡ, P. σύστασις, ἡ, τὸ συνώμοτον.
    Alliance: Ar. and P. συμμαχία, ἡ.
    Faction: P. and V. στσις, ἡ.
    Plot: P. ἐπιβουλή. ἡ.
    In league with, adj.: P. and V. ἔνσπονδος (dat.).
    Be in league with, v.: Ar. and P. συνίστασθαι (dat.); see Conspire.
    He is uniting all men in league against us: P. συσκευάζεται πάντας ἀνθρώπους ἐφʼ ἡμᾶς (Dem. 91). Member of a league, subs.: P. and V. συνωμότης. ὁ.
    Eighth of a mile: Ar. and P. στδιον, τό.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. συνγειν, P. συνιστάναι.
    Bring together: V. συναλλάσσειν.
    V. intrans. P. and V. συνομνύναι, συνέρχεσθαι, Ar. and P. συνίστασθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > League

  • 83 Offensive

    adj.
    P. and V. βαρύς, ἐπαχθής, P. ἀηδής.
    Causing jealousy: P. and V. ἐπίφθονος.
    In bad taste: P. and V. πλημμελής, Ar. and P. ἄγροικος.
    Insulting: P. ὑβριστικός, V. κακόστομος; see Abusive.
    Take the offensive: P. ἐπιχειρεῖν (Thuc. 3, 12), προεπιχειρεῖν (Thuc. 6, 34).
    Offensive and defensive alliance: P. συμμαχία ὥστε τοὺς αὐτούς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν (Thuc. 1, 44).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Offensive

  • 84 Union

    subs.
    Blending: P. and V. κρᾶσις, ἡ.
    Joining together: P. σύζευξις, ἡ.
    League: Ar. and P. συνωμοσία, ἡ, P. σύστασις, ἡ, τὸ συνώμοτον.
    Alliance: Ar. and P. συμμαχία, ἡ.
    Club: P. σύστασις, ἡ, ἑταιρεία, ἡ, Ar. and P. σύνοδος, ἡ.
    Political centralisation of small towns under a capital city: P. συνοίκισις, ἡ (Thuc. 3, 3).
    Agreement, unanimity: P. ὁμόνοια, ἡ, συμφωνία, ἡ (Plat.).
    Marriage: P. and V. γμος, ὁ; see Marriage.
    Connection by marriage: P. and V. κῆδος, τό, κήδευμα, τό (Plat.).
    Bond of union: P. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.
    Association: P. and V. κοινωνία, ἡ, ὁμιλία, ἡ; see Association, Friendship.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Union

  • 85 pakt

    σύμφωνο, συμμαχία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > pakt

  • 86 παραβολεύομαι

    παραβολεύομαι (Sb 7562 [II A.D.];=the pass. use of παραβάλλω Thu. et al.) 1 aor. παρεβολευσάμην expose to danger, risk (IPontEux I2, 39, 26–28 [=IGR I/II, 856] ἀλλὰ καὶ [μέχρι] περάτων γῆς ἐμαρτυρήθη τοὺς ὑπὲρ φιλίας κινδύνους μέχρι Σεβαστῶν συμμαχίᾳ παραβολευσάμενος=‘but also to the ends of the earth witness was borne to him that in the interests of friendship he exposed himself to dangers by his aid in [legal] strife, [taking his clients’ cases] even up to the emperors’. Dssm., LO 69 [LAE 84]) τινί someth. (on the dat. s. Mlt. 64 and cp. παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις ‘risk everything’ Polyb. 2, 26, 3; 3, 94, 4) τῇ ψυχῇ one’s life (cp. Diod S 3, 36, 4 ταῖς ψυχαῖς παραβάλλεσθαι; SIG 762, 39 ψυχῇ καὶ σώματι παραβαλλόμενος) Phil 2:30.—DELG s.v. βάλλω. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παραβολεύομαι

  • 87 alliance

    1) βέρα
    2) συμφωνία
    3) συμμαχία
    4) δακτυλίδι
    5) δεσμός

    Dictionnaire Français-Grec > alliance

  • 88 spolek

    1) κοινωνία
    2) λέσχη
    3) ομοσπονδία
    4) συμμαχία
    5) συνασπισμός

    Česká-řecký slovník > spolek

  • 89 svazek

    1) δέσμη
    2) δεσμός
    3) ένωση
    4) μάτσο
    5) συμμαχία
    6) σύνδεσμος

    Česká-řecký slovník > svazek

  • 90 alliance

    1) συμμαχία
    2) συνασπισμός

    English-Greek new dictionary > alliance

  • 91 sojusz

    1) συμμαχία
    2) συνασπισμός

    Słownik polsko-grecki > sojusz

См. также в других словарях:

  • συμμαχία — συμμαχίᾱ , συμμαχία alliance fem nom/voc/acc dual συμμαχίᾱ , συμμαχία alliance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαχία — Προσωρινή ή μόνιμη σχέση πολιτικής συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών που καθορίζεται με συνθήκη. Η συνεργασία μπορεί να έχει γενικό ή ειδικό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση η συνθήκη υποχρεώνει τα σύμμαχα κράτη v’ ασκούν γενικά κοινή… …   Dictionary of Greek

  • συμμαχία — η 1. διεξαγωγή κοινού αγώνα. 2. συνασπισμός δύο ή περισσότερων κρατών για αντιμετώπιση κοινού εχθρού: Το ΝΑΤΟ είναι μια αμυντική συμμαχία. 3. συνένωση των δυνάμεων δύο ατόμων για την επίτευξη κοινού σκοπού: Οι προσπάθειες για εκλογική συμμαχία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμαχίᾳ — συμμαχίαι , συμμαχία alliance fem nom/voc pl συμμαχίᾱͅ , συμμαχία alliance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθηναϊκή Συμμαχία — Συμμαχία με την ηγεσία της αρχαίας Αθήνας. Διακρίνεται σε Α’ ή ναυτική συμμαχία της Δήλου (478 π.Χ.) και σε Β’ (378 π.Χ.). Βλ. λ. Αθήνα, Δήλος, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Μήλος …   Dictionary of Greek

  • Διπλή Συμμαχία — Γαλλορωσική συμμαχία του 1891 (συμπληρώθηκε με μια στρατιωτική συμφωνία το 1893 94), που δημιουργήθηκε σε αντίθεση προς την Τριπλή Συμμαχία. Παρά την προσπάθεια που έγινε το 1899 να ενισχυθεί η Δ.Σ., στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια η δράση… …   Dictionary of Greek

  • Δηλιακή Συμμαχία — Πολιτικοθρησκευτική ένωση των Ιώνων, που υπαγόταν σε αρχαιότατη αμφικτιονία και είχε κέντρο τη Δήλο. Λίγο μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ο Πεισίστρατος επιχείρησε να την εξαρτήσει από την Αθήνα, κάτι που κατόρθωσε ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης …   Dictionary of Greek

  • Αγία Συμμαχία — Έτσι ονομάστηκε η συμμαχία μεταξύ Βενετίας, Βατικανού και Ισπανίας (1510), που στρεφόταν αποκλειστικά κατά της Γαλλίας …   Dictionary of Greek

  • Τετραπλή Συμμαχία — Στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ολλανδίας και Αυστρίας, για την παρεμπόδιση των προσπαθειών της Ισπανίας, που την κυβερνούσε ο καρδινάλιος Αλμπερόνι, να δημιουργήσει στην Ιταλία κράτη για τους γιους του Φίλιππου E’ και της …   Dictionary of Greek

  • Τριπλή Συμμαχία — Η συμφωνία, που υπέγραψαν στις 20 Μαΐου 1882 η Γερμανία, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, τμήμα του πυκνού δικτύου συμμαχιών, που οργάνωσε ο Βίσμαρκ, για να διατηρήσει στην Ευρώπη το status quo που δημιουργήθηκε μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του… …   Dictionary of Greek

  • Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»