-
21 утверждать
утвержда||тьнесов1. (санкционировать) ἐγκρίνω, ἐπικυρώνω:\утверждать в должности ἐγκρίνω τόν διορισμό· \утверждать проект (план) ἐγκρίνω τό σχέδιο· \утверждать договор ἐπικυρώνω συμβόλαιο·2. (устанавливать) ἐδραιώνω, καθιερώνω, ἐγκαθιστώ:\утверждать свое господство ἐδραιώνω τήν κυριαρχία μου·3. (уверять β чем-л.) ἰσχυρίζομαι, ὑποστηρίζω:я \утверждатью, что он неправ ἐγώ ὑποστηρίζω ὅτι ἔχει ἀδικο· это \утверждатьет меня в мысли, что... αὐτό μοῦ ἐνισχύει τήν γνώμη ὅτι... -
22 контракт
[καντράκτ] ουσ. α. συμβόλαιο -
23 контракт
[καντράκτ] ουσ α συμβόλαιο -
24 ангажемент
-а α.παλ. εργασία ηθοποιού με συμβόλαιο, αγκαζάρισμα. -
25 ангажировать
-рую, -руешь; ρ.δ.κ.σ.μ.1. αγκαζάρω, προσκαλώ για εργασία ηθοποιό με συμβόλαιο.2. (στό χορό) εξασφαλίζω γιά τον εαυτό μου.αγκαζάρομαι. -
26 брачный
επ.γαμικός, του γάμου• γαμήλιος•брачный договор το συμβόλαιο του γάμου•
брачный союз η ένωση με το γάμο•
-ые узы οι δεσμοί του γάμου•
-ое свидетельство πιστοποιητικό γάμου.
|| οχειακός, βατευτικός•брачный период η βατευτική περίοδος, το ζευγάρωμα.
-
27 гарантийный
εκ. εγγυητικός, -τήριος•гарантийный договор εγγυητήριο συμβόλαιο•
гарантийный срок χρονικό όριο εγγύησης.
-
28 контрактовать
-тую, -туешь ρ.δ. μ. κλείνω σύμβαση, συμφωνία, συμβόλαιο.αναλαβαίνω υποχρεώσεις από τη σύμβαση. -
29 купчая
-ей θ. συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτων. -
30 полис
-а α.έγγραφο, συμβόλαιο ασφάλισης (ζωής, περιουσίας κ.τ.τ.). -
31 страховой
επ.1. ασφαλιστικός• -τήριος•-ое учреждение ασφαλιστικό ίδρυμα•
-ое общество ασφαλιστική εταιρία•
страховой агент βλ., страховщик. страховой врач γιατρός ασφαλιστικής εταιρίας•
полис ασφαλιστήριο συμβόλαιο (η πόλιτσα)•
-ая квитанция απόδειξη ασφάλειας•
страховой взнос τα ασφάλιστρα• το πριμ, πρέμιο.
2. για ώρα ανάγκης, εφεδρικός, για κάθε ενδεχόμενο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
συμβόλαιο — το 1. συμφωνητικό που συντάχτηκε σε συμβολαιογραφείο: Υπέγραψαν όλοι οι κληρονόμοι το συμβόλαιο πώλησης του κτήματός τους. 2. «Ο λόγος του είναι συμβόλαιο», είναι αξιόπιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνικό συμβόλαιο — Θεωρία που ερμηνεύει την κοινωνική συμβίωση και τις βάσεις της νομοθεσίας και βασίζεται στην αρχή ότι για την κατανόηση της συγκρότησης της κοινωνίας και των πολιτικών θεσμών είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας συμφωνίας (τουλάχιστον σιωπηρής) μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
Goin' Through — In diesem Artikel oder Abschnitt fehlen folgende wichtige Informationen: Infobox Band, Diskografie nach Jahren, Quellen Du kannst Wikipedia helfen, indem du sie recherchierst und einfügst. Goin’ Through ist eine griechis … Deutsch Wikipedia
Goin’ Through — Nikos Vourliotis Goin’ Through ist eine griechische Popband, die sich besonders mit griechischem Rap und Hip Hop beschäftigt. Die Gruppe wurde 1993 von Michalis Papathanasiou (Μιχάλης Παπαθανασίου) und Nikos Vourliotis („NIVO“ Νίκος Βουρλιώτης)… … Deutsch Wikipedia
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
συγγράφω — ΝΜΑ [γράφω] γράφω έργο σε πεζό λόγο, συνθέτω σύγγραμμα (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συντάσσω κείμενο 2. (αμτβ.) είμαι συγγραφέας αρχ. 1. σημειώνω, καταγράφω 2. περιγράφω («τὸ… … Dictionary of Greek