-
1 συμβόλαιο
[символэо] ουσ. о. договор, контракт, нотариальный акт.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμβόλαιο
-
2 контракт
контракт м το συμβόλαιο заключать (подписывать) \контракт κλείνω (υπογράφω) συμβόλαιο* * *мτο συμβόλαιοзаключа́ть (подпи́сывать) контра́кт — κλείνω (υπογράφω) συμβόλαιο
-
3 соглашение
соглашение с 1) (согласие) η συμφωνία; приходить к \соглашениею καταλήγω σε συμφωνία 2) (договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση· το σύμφωνο (договор)' торговое \соглашение η εμπορική σύμβαση; двустороннее \соглашение η διμερής συμφωνία· заключить \соглашение κλείνω (или συνάπτω) συμβόλαιο* * *с1) ( согласие) η συμφωνίαприходи́ть к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
2) ( договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση; το σύμφωνο ( договор)торго́вое соглаше́ние — η εμπορική σύμβαση
двусторо́ннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
заключи́ть соглаше́ние — κλείνω ( или συνάπτω) συμβόλαιο
-
4 контракт
-а α.συμβόλαιο, σύμβαση, κοντράτο•заключить контракт κλείνω συμβόλαιο•
расторгнуть контракт ξεσχίζω (ακυρώνω) το συμβόλαιο.
-
5 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
6 страховой
ασφαλιστικ/ός, ασφαλιστήριος- полис - ό συμβόλαιο, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > страховой
-
7 договор
договор м το σύμφωνο, το συμφωνητικό το συμβόλαιο (контракт )' η συμφωνία (соглашение ) η συνθήκη (пакт)' заключить (расторгнуть) \договор κλείνω (ακυρώ) συμφωνία коллективный \договор η συλλογική σύμβαση трудовой \договор η εργατική σύμβαση \договор о дружбе и взаимной помощи το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας* * *мзаключи́ть (расто́ргнуть) догово́р — κλείνω (ακυρώ) συμφωνία
коллекти́вный догово́р — η συλλογική σύμβαση
трудово́й догово́р — η εργατική σύμβαση
догово́р о дру́жбе и взаи́мной по́мощи — το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας
-
8 торговый
торговый εμπορικός- \торговый договор το εμπορικό συμβόλαιο* * *торго́вый догово́р — το εμπορικό συμβόλαιο
-
9 контракт
контрактм τό συμβόλαιο[ν], τό συμ-φωνητικό[ν], τό κοντράτο[ν]:заключать (расторгать^ \контракт κλείνω (ἀκυρῶ) συμβόλαιο· подписывать \контракт ὑπογράφω συμφωνητικό. -
10 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
11 поправка
1. (дополнение к тексту) η τροποποίηση, η συμπλήρωση (του κειμένου) 2. (к изменениям, наблюдениям) η διόρθωση 3. (изменение, дополнение, исправление) η διόρθωση, η επιδιόρθωση, η αποκατάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поправка
-
12 ангажемеит
ангаж||емеитм театр, уст. τό συμβόλαιο[ν]. -
13 ангажкровать
ангаж||кроватьсов и несов συνάπτω συμβόλαιο[ν]. -
14 договор
договорм τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):\договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία. -
15 законтрактовать
законтрактоватьсов, законтрактовывать несов1. κλείνω συμφωνία·2. (рабочих и т. п.) προσλαμβάνω μέ συμβόλαιο. -
16 крепость
крепость I ж воен. τό φρούριο[ν], τό κάστρο. крепость II ж1. (прочность) ἡ στε-ρεότητα [-ης], ἡ ἀντοχή·2. (сила) ἡ δύ-ναμη [-ις1, ἡ ισχύς, ἡ ρώμη, ἡ ρωμαλεό-τητα[ης]:\крепость духа ἡ ἡθική δύναμη·3. (вина, раствора и т. п.) ἡ δύναμη [-ις], ἡ δραστικότητα [-ης].крепость III ж уст. τό συμφωνητι-κό[ν], τό συμβόλαιο[ν]:купчая \крепость τό πωλητήριο. -
17 полис
полисм:страховой \полис τό ἀσφαλιστήριο[ν] συμβόλαιο[ν]. -
18 расторгать
расторгатьнесов, расторгнуть сов διαλύω, ἀκυρώνω, ἀκυρώ, διαρρηγνύω:\расторгать брак διαλύω γάμο· \расторгать договор διαλύω (или ἀκυρώνω) συμβόλαιο· \расторгать соглашение ἀκυρώ τήν συμφωνία[ν], ἀκυρώ τό σύμφω-νο[ν]. -
19 страховой
страховойприл ἀσφαλιστικός:\страховой агент ὁ ἀσφαλιστικός πράκτωρ· \страховой полис τό ἀσφαλιστικό συμβόλαιο. -
20 типовои
тип||овоиприл πρότυπος:\типовоиово́й договор τό πρότυπο συμβόλαιο· \типовоиово́й проект τό πρότυπο σχέδιο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
συμβόλαιο — το 1. συμφωνητικό που συντάχτηκε σε συμβολαιογραφείο: Υπέγραψαν όλοι οι κληρονόμοι το συμβόλαιο πώλησης του κτήματός τους. 2. «Ο λόγος του είναι συμβόλαιο», είναι αξιόπιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνικό συμβόλαιο — Θεωρία που ερμηνεύει την κοινωνική συμβίωση και τις βάσεις της νομοθεσίας και βασίζεται στην αρχή ότι για την κατανόηση της συγκρότησης της κοινωνίας και των πολιτικών θεσμών είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας συμφωνίας (τουλάχιστον σιωπηρής) μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
Goin' Through — In diesem Artikel oder Abschnitt fehlen folgende wichtige Informationen: Infobox Band, Diskografie nach Jahren, Quellen Du kannst Wikipedia helfen, indem du sie recherchierst und einfügst. Goin’ Through ist eine griechis … Deutsch Wikipedia
Goin’ Through — Nikos Vourliotis Goin’ Through ist eine griechische Popband, die sich besonders mit griechischem Rap und Hip Hop beschäftigt. Die Gruppe wurde 1993 von Michalis Papathanasiou (Μιχάλης Παπαθανασίου) und Nikos Vourliotis („NIVO“ Νίκος Βουρλιώτης)… … Deutsch Wikipedia
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
συγγράφω — ΝΜΑ [γράφω] γράφω έργο σε πεζό λόγο, συνθέτω σύγγραμμα (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συντάσσω κείμενο 2. (αμτβ.) είμαι συγγραφέας αρχ. 1. σημειώνω, καταγράφω 2. περιγράφω («τὸ… … Dictionary of Greek