-
1 μέδιμνος
μέδιμν-ος, ὁ, Hdt.7.187, etc.; ἡ, only v.l. in Id.1.192:—a corn-measure, Hes.Fr.160.3; μ. Ἀττικός, Σικελικός, Hdt. 1.192, Plb.2.15.1;Aσιτηρός IG22.1013.27
; [σῖτον] κατὰ μέδιμνον συνωνούμενοι Lys.22.12
;μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι ἀργύριον X.HG3.2.27
; ὁ γὰρ νόμος.. κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν to make a contract for value exceeding a medimnus, Is.10.10: hence, οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι, i. e. he is no better than a woman, Ar.Ec. 1025, cf. Sch.ad loc.; τῶν ἁλῶν μ., v. ἅλς (A).II in Magna Graecia, = κρουνός 4, pipe of a fountain, D.S.12.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέδιμνος
См. также в других словарях:
μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… … Dictionary of Greek